ΖOΟM... στην Hπειρωτική παράδοση
Γράφει: Κούλα Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη στον τοπικό "Πρωϊνό Λόγο"
Έρχονταν τα χαμπέρια απʼ όξω και τα τσανάκια με τις πίτες...
Μεγάλωσε η Τουλίτσα τς Πίπς, είχε μπει και σε μια δημόσια υπηρεσία, κι ήταν μια χαρά κοπέλα, καλόκαρδη κι όμορφη… αλλά μπαντάλω…
Ότʼ έλεγε η μαμά, πάει, σκόλασε, ήταν νόμος και θρησκεία… Μεταξύ τους, από τότε που ζιούσε ακόμα η κυραμάνα, είχαν βγάλει το συμπέρασμα,… πως η Ξανθίππη ήταν η εξυπνότερη γυναίκα που υπήρχε… Ήταν, ποιος είπε όχι αφού είχε καταφέρει να ορκίζονται οι θυγατέρες της… στʼ όνομά της… ενώ ο κόσμος όλος είχε πάρει χαμπάρ, τι σιαϊτάνης ήταν… και κουμπώνονταν στις κουβέντες τους σαν ήταν μπροστά η Ξανθίππη η σκασμένη…
Όσο περνούσε ο καιρός όλο και λιγότερο βλέπαμαν την Πίπʼ. Είχε εγκατασταθεί για τα καλά… όξω!..
Αγροτική ζωή και το μέγα έλεος…
Μʼ αρέει… μʼ αρέει, μας έλεγε όταν έμπαινε μέσα σε ώρα ανάγκης.
Εδώ κάθονταν οι κοπέλες, η μία δούλευε κι η άλλη τελείωνε γυμνάσιο, και τα κατάφερναν μια χαρά μοναχές τους, ήταν.. νʼκουκυρώνες ονομαστές… τις είχαν ψήσει η κυραμανούλα τους κι η μανούλα τους…
Πολλές φορές φωνάζαμαν για μισμέρ… Τς τσιούπρις και μάθαμαν πως η Τουλίτσα μας είχε αίσθημα όξω… στο χωριό δηλαδή…
Ήταν ένα καλό παιδί… απʼ αλλού, ήταν δάσκαλος στο χωριό και συμπάθησε πολύ την Τουλίτσα… και σαν πάντρευαν την αδερφή τους… ίσια, θʼ αρραβώνιαζαν… χαρήκαμαν πως να το πούμε…
Αλλά μας έζωσαν και τα φίδια, όταν μας είπε το μπανταλό η Τουλίτσα – πως η …μαμά, συμπαθεί πολύ τον Παύλο και τον φροντίζει καλύτερα από τη μάνα του… Αμάν… είπαμαν… Έβγαιναν όξω οι τσιούπρις, τις Κυριακές… πήγαινε ο Παυλάκης στο χωριό του, να δει τα γονκά του, κι ήταν όλα καλά.
Ο.Κ. που λέν στο Αμέρικα…
Εδώ, στα Γιάννινα, είχε ένα εμπορικό κι ο μεγαλύτερος αδερφός του Παύλου και το δούλευε με όρεξη… Κι ήταν κι ομορφόπαιδο… κι ολίγον τι… λέρα, που λέγαμαν εδώ.
Εδώ, στο μαγαζί της λέρας, έρχονταν όλα τα χαμπέρια κι οι παραγγελίες και τα καλάθια …απʼ όξω! Έστελνε η μαμά απʼ όλα τα καλά, στις τσιούπρες εδώ… Ψωμί ζυμωτό, κότες έτοιμες για μαγείρεμα, αβγά, πατάτες, λάχανα, όσπρια, τυρί, τραχανά, γκδώνια… όλα τα καλά, κάθε εποχής…
Όταν έστελνε εκείνες τις μοσκόπιτες τις διάφορες… έγραφε και στο σημείωμα «δώστε στο παιδί, το τσιανακούλι…» Που πήγαινε να πει… να πάει η Τουλίτσα στο εμπορικάκι το εμαγέ σκεύος, με ξεχωριστή πίτα… για τη λέρα τον αδερφό!.. Η μαμά, αγγάρευε κάποιον χωριανό που έμπαινε μέσα με λεωφορείο της γραμμής – ΙΧ δεν είχαν ακόμα οι φτωχοί θνητοί… και του παράγγελνε να το αφήσει στο μαγαζί του αδερφού λέρα – που έπαιζε το ματάκι του προς όλες τις κατευθύνσεις… και για όλες, τις ηλικίες γυναικών (έτσι πιάνουν οι καλοί επαγγελματίες…).
Λοιπόν, πήγαιναν μια απʼ τις τσιούπρες… να δουν… αν έστειλε τίποτα η μαμά, και όταν είχαν το καλάθι με το ραμμένο πανί, για σκέπασμα… Τʼ άνοιγαν εκείγιαγια, και έβγαζαν την πίτα… του παιδιού λέρα… Το οποίο έκανε χίλιες τζιριτζαντζούλες στην Τουλίτσα – που ήταν η όμορφη…
Μια μέρα, η Τουλίτσα έφαγε σε μας και μεσʼ το καταμεσήμερο, σηκώθηκε να πάει… απʼ το παιδί μην είχε στείλει η μαμά κανά καλάθ… Τέτοια ώρα θα πας της είπα – είναι κλειστή η αγορά…
«Α, ικεί κάθτι κι ου Νίκους… εχʼ κι ένα δουμάτιου του μαγαζί… κι χαλέ… κι μπʼγαδ… κι ουβουρό πίσου…»
Όπα, είπα, όπα λέω… οργανωμένος ο τσίφτης μας.
Έπρεπε να πω τον λόγο μου και της τον είπα… «Μη πας τέτοια ώρα και θα σε δουν να ρουπώνς σε μπεκιάρʼ ανθρούπο και τι άνθρωπο… και σʼ βγάλουν κανά όνουμα... και μαθʼ κι ου Παύλους…».
Και το μπανταλό μου είπε, πως της είπε η μαμάαα… τέτοια ώρα να παν!.. Θεέ και Κύριε, τό ʽκανε πάλι το θάμα της η Πίπ;
Κράτησε το δάσκαλο για έχος της... και πασάριζε στον ατσίδα τον καταστηματάρχη την όμορφη μεν, αλλά χαμόρ γκασά (εβραϊκό) Τουλίτσα… Ζαλοβροντίστκαμαν οι θκιες τους όλες εδώ… και ρωτιώμασταν τι θα κάνουμε… Τι να κάνουμε… Αποφασίσαμαν να τις αφήσουμε να κόψουν το λαιμό τους… Ούτε με την Πιπʼ είχαμαν όρεξη να τα βάλουμε, ούτε τα κούτσουρά της θα παραδέχονταν ορμήνεια…
Όπως ήταν φυσικό, η Τουλίτσα ονειροπάρθηκε κι άλλο, και μού ʽρχονταν να μου πει πως ου Νίκος.. της είπε έτσι, της είπε αλλιώς… και ρώταγε κι όλας…
«Τί ήθελε να πει μʼ αυτό πʼμου είπε… λες να μʼ θελʼ κι αυτός… ποιον λες να πάρου; Ποιος είνʼ καλύτερος, ου δάσκαλους ή ου έμπουρους;».
Βρεθήκαμαν σε πολύ δύσκολη θέση όλες οι θκιες εδώ… Τι να πούμε; Εσείς τι θα λέγαταν;
Γιʼ αυτό τις αφήσαμαν να σκυλοφαγωθούν μεταξύ τους… σαν ζήτησε ο δάσκαλος μετάθεση… κι ο έμπορας δε ματάνοιξε την πόρτα μεσημέργιάτκα στη ξώπαρμα την Τουλίτσα…
Του Παύλου, του κόπηκε βέβαια και το Τσιανακούλι με την πίτα, αλλά ξεσάλωσε η Ξανθίππη η λάμια.. Έβγαλε άλλη φάμπρικα… «Μʼ κρένουν τς τσιούπρις…». Ποιος σου τις κρένει; (που θα πει… κουτσομπολεύουν) ρωτούσαμαν εμείς με δίκαια απορία, γιατί πράγματι κανένας δεν είχε χεστεί να νοιαστεί για της Ξανθίππης τα κατορθώματα προς το παρόν βέβαια.
Δεν έφτανε η Ξανθίππη να κλαίγεται που της παίρνουν στα στόματά τους… τις κοπέλες της… άρχισαν κι οι μπανταλές το ίδιο τροπάριο! Μας κρένουν τʼμαμά… Λέγαμαν, ματαλέγαμαν εμείς πως δεν ακούσαμαν τίπουτα!.. Τίποτα αυτές… έβγαλαν τα μάτια τς μοναχές τς!..
Πες, πες αυτές… άρχισαν να ρωτάν κάποιοι ορεξάτοι... και κάτι μαθεύτηκε, δηλαδή πως: ο καψοδάσκαλος – το καλό παιδί – είχε βρει το μπελιά του... από την ίσως πενθερά του κιαρατά… Όλο μʼ ένα τσιανάκι στο χέρι… πήγαινε το κάτιτί… στο παιδί!.. Όλο κάτι ρούχα απλωμένα… του παιδιού, είχε στου σκνί!.. Όλο κάτι να ξιτʼνάξ τα σκʼτια τʼ πιδιού, και να κουβαλίσʼ ξύλα για τʼσόμπα... κι όλο τέτοια μπανταλά και ξουπαρμένα… είναι να μη τα κρίνʼ ο κοσμάκης του χωριού;
Με τι να διαβεί η έρμʼ η μέρα; Και τούτος εδώ ο μορφονιός δεν θʼ άνοιγε το στοματάκι τʼ να πει στον αδερφούλη τʼ …Την Κυριακή που αντάμωναν στο πατρικό τους… πως.. η Τσιούπρα που είχε στο νου τʼ και για καλό σκοπό, ο δάσκαλος αδερφός… κόπιαζε τα μεσʼμέρια που ήταν κλειστή η αγορά... και ξεκολιμό δεν είχε… ως που άνοιγε η αγορά, και παραπέρα ακόμα;
Έτσι κάπως θα ήταν τα πράγματα και πάει το ευτυχές γεγονός που καρτεράγαμαν όλοι μας… καλόκαρδα γιατί θέλαμαν να ξεφύγουν κάπως από τον κλοιό της λάμιας… Σιγά μην ξέφευγαν τα κούτσουρα…
Η Φανίτσα, σαν σκόλασε το Λύκειο, πήγε στην Αθήνα στο θείο τους.. να μάθει τέχνη, δεν τα ʽπαιρνε και πολύ τα έρμα τα γράμματα.
Εκεί γνωρίστηκε με τα Κόμματα – μʼ ένα καλό και χʼσο παιδί απʼ τα μέρη μας… Κι έκαναν όνειρα για έναν βίο ανθόσπαρτο στα Γιάννινα.. μαζί με τη μαμά!!! Μαμά άκουγε ο Δήμος και μαμά νόμιζε κάποια σαν τη δική του την αγιόψʼχ..! Όσο κράτησε η μνηστεία τους… κράταγε κι η Ξανθίππη το στόμα της κλειστό… και μάζευε ράμματα για τη γούνα του – κατά πως λέμε…
Ξέρετε εκείνο το μουσελέ... που ρώτησαν το λαγό που τον έγδερναν… «Τι σού ʽμελλε να πάθεις καψωλαγέ.. πως είσαι; πονάς;…» κι ο λαγός απάντησε «από σώγαμπρος… καλύτερα είμαι…». Γδάρσιμο κανονικό από την Πίπʼ, περίμενε το φτωχό κι ήσυχο και φιλότιμο και κουλτουριάρικο και άτυχο παλικάρι.. Και το ζώο η Φανίτσα ένα μονάχα είχε να του πει… «Μη στενοχωράς τʼ μαμά…»
(Συνεχίζεται)
Νάτην και η συνέχεια
Είδε κι απόειδε το σόι κι αρχίνσαν τα προξενιά...
Καλά, παντρεύτηκε η Φανίτσα ...και το πρόκοψε!.. Δηλαδή, ο καψαρός ο σώγαμπρος τα πρόκοψε...
Γλυκό ψωμί δεν έφαγε και δροσερό δεν έπιε, ως σύζυγος της μπαντάλως, που ρώταγε την μαμά... για όλα όσα αφορούν ένα ζεύγος!..
Αν ήταν δυνατόν να πει η Ξανθίππη κάτι σωστό για την ευτυχία τους... Με τ’ όνομά του, δεν τον φώναξε, ποτέ!... ΄
Ισύ, πού είσι ή κοίτα δω να σπω – όταν έδινε τις διαταγές...
Ως και της Τουλίτσας, της κακοφαίνονταν που του μίλαγε έτσι και της είπε μια φορά ...«μη τ’ κρενς έτσ’ τι σούκανι;». Όχι που θα τούκρινε καλύτερα το τέρας.
«Να λέει κι ευχαριστώ που τον μπάσαμαν στου σπίτ’ μας του βρασμένου ποια θα τουν ζιούγουνι η χαμέν’ η θκη μας είπι μη σουθούν οι άντρις κι μας κουβάλτσι τον τικνιφέγκου (και τ’ βρασμένο και το τιπνιφέγκο θα πει κάτι σαν μισή μερίδα).
Κι έτσι περνούσε η ζωή τους, πολύ ευχάριστα των τριών γυναικών και σα γδαρμένου λαγού, το καψωγαμπρού!
Την Τουλίτσα την όμορφη και προικισμένη και υπάλληλο την έτρεμαν, δηλαδή, έτρεμαν τη μαμά, επειδή ήξερε ο κόσμος όλος πως η μαμά ήθελε σώγαμπρους για τς τσιούπρις...
«Τι τάχουμε τα σαράϊα για ρήμαγμα» έλεγε. Ποια σαράϊα, μουρή ζουρλή, δεν τόλμησε να της πει κανείς μας!
Να της πει να τσακιστεί να πάει να κάτσει μονίμως στο χωριό και να κάτσουν κι οι τσιούπρις μοναχές τους με τους άντρες τους να δουν προκοπή
Πολλοί την ήθελαν την καψαρή την Τουλίτσα και μάζευαν μουσιή κι έφευγαν εξ αιτίας της μαμάς. Παντρεύτηκαν τσιούπρις που είχαν μανούλες καλοπάζαρες, που δέχονταν βίζδις και δεν κατάφερνε η Τουλίτσα να παντρευτεί;
Αμ’ έτσ’ είναι...
Άλλο οι καλοπάζαρες κι άλλο οι λάμιες των παραμυθιών εξ απαλών ονύχων –που λέει ο λόγος ο σωστός...
Είδε κι απόειδε το σόι κι αρχίνσαν τα προξενειά, μέχρι στη Γερμανία!.. Είπαν, το σόι, πως αν είναι μακριά το ζευγάρι δεν θα τόφτανε εύκολα η χάρη της και θάτρωγε το ζευγάρι, ψωμί ειρηνικό, που λέμε.
Να μην τα πολυλογώ, βρέθηκε γαμπρός στη Γερμανία! Στα μέτρα της Τουλίτσας ταμάμ... και ψλός και πρέποιος και με γραμματάκια αντάξια της υπαλλήλου, και σε καλή φάμπρικα της Ντόϊτσλαντ, και στα χρόνια ...αλλά ήταν ολίγον τι χήρος ο καψαρός, αλλά άνευ τέκνων ...ευτυχώς! «Χήρους!..».
Να μας λείπεται, είπε τον λόγο της η μαμά... Δέστε τον πρώτα και να δει κι αυτός την Τουλίτσα, μπορεί να μην του αρέσει του Γερμανού! είπαν οι προξεντάδις.
«Τι κάν’; να μην τ’ αρέσ’ η τσιούπρα μ; να τσακστεί να τουν δούμι ιμείς πρώτα ...αν μας κάν’...».
Της έκανε της μαμάς κι είπε το ναι... ΗΠΗΜ!.. Ήταν κάτι σαν ηθοποιός του Χόλυγουντ ο σκασμένος ο μεσήλιξ! Κι η Τουλίτσα μια χαρά ήταν, κι ας είχε ψωμώσει τσιότσιο... Κανονίστηκαν όλα εύκολα.
Χαρά εμείς όλοι να φύγει η κοπέλα, να δει προκοπή και να γλυκοσιαλίσουν κατά πως λέμε... κι όχι σαν τούτο το ζευγάρι της Φανίτσας και του Δήμου του ανέσοτου τ’ αρρουστχιάρ’... τ’ τέτχιου, τ’ πάντʼχιου...
Πού τάβρισκε, η γαϊδούρα, όλα εκείνα τα πνόμια (επώνυμα). Δεν τσακίζονταν τώρα να πολυπάει και όξω στο χωριό δηλαδή ...είχε μεγαλώσει για τα καλά είσι έλεγε... δεν της πήγαινε το στόμα να πει γέρασα, μούκανε την τσιουπροπούλα ακόμα!..
Άσε που ήθελε να βγάζει την ψχή του φτωχού Δήμου. Κι η μπαντάλω του, να λέει «αγιά μωρ’ ...να μη τς κρέν’ κι αυτός ...η μαμά είνι βασανζμέν’ γυναίκα... να την πιτάξουμι;...».
Ούτε είπε μια φορά – το ζώο – πως φταίει, η μανούλα της, που ήταν εξ απανέκαθεν λυσσιασμέν’.
Ναι, αλλά ο καψω-Δήμος όλο και κάτι ενοχλήσεις είχε, όλο κι έβανε το χέρι στην καρδούλα του σανάρχιζε η Πίπ – χωρίς αιτία κι αφορμή – να βγάζει τα γλωσσίδια της, σαν οχιά και να πετάει το φαρμάκι της στα μούτρα του φτωχούλη...
Πόσες φορές είπε στη μπαντάλω του, να ματαγυρίσουν στην σκασμένη την Αθήνα, να ματαπιάκουν φτου κι απ’ την αρχή... Που ήθελε ν’ ακούσει η Φανίτσα και που επέτρεπε η μαμά. Κι όσο πέρναγαν και τα χρόνια και δεν έκαναν και παιδιά ...χαντούμ και χαντούμ ...τον ανεβοκατέβαζε τον πόβερο Δήμο. Κι εμείς, την σιχαθήκαμαν τη λάμια, γιατί ξέραμαν πως η Φανίτσα είχε περάσει ...άτιμη περιτονίτιδα, εύκολα γεννάς κατόπ;
Πάνω σ’ αυτή την κατάσταση ...βήκι το τυχερό της Τουλίτσας. Τοιμάζονταν για γάμο η Τουλίτσα με τον χήρο ηθοποιό, έστω και σε φάμπρικα της Γερμανίας... έστω κι από χωριό.
Βαριά τόφερνε η Ξανθίπ’ που ...μάνα της, αυτή κι η Φανίτσα δεν πήραν άντρα ...Αθηναίο, τώρα κι η Τουλίτσα το ίδιο;
Τουλάχιστον, ετούτος δεν ήταν μσή μερίδα ...σαν το χτικιάρκο τς αλνής τς ξουπαρμένς... π’ τουν κρατάει ακόμα... τακούγαμαν αυτά, εμείς, και θέλαμαν να την βάλουμε κάτω κει να της πατήσουμι το λαρύγγι, πατάμε τα φίδια που δεν μας φταίν’ σε τίποτα... κι αφήνουμε την Πίπʼ!..
Τουλάχιστον, λέγαμαν κι εμείς, να φύγει η μία, από τα χέρια της λάμιας... να μην αρχίσει και τρώγεται και με τούτο το γαμπρό ...και δεν ξέραμαν πως θ’ αντιδρούσε ετούτος...
Πάνω στις ετοιμασίες, τις όποιες τέλος πάντων... έριξε το σπόρο της η λάμια...
«Η μαμά, λέει, νάρθει μαζί μας στη Γερμανία, να μας βάλει σε σειρά του ν’κουκυργιό...» πρότεινε το ξώπαμα η μελλόνυμφη ...
«Τ’ είν’ αυτά π’λες ...νιόπαντροι και να πάρουμε την πεθερά μαζί; πού ακούστηκε;
Κι ύστερα μια χαρά έχω το νοικοκυριό μ’ εκεί. Το φροντίζει μια πατριώτ’σα μ, με την πληρωμή μ’...».
Κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους ...ο ηθοποιός μας...
Είχαν κανονίσει και το τραπέζι ακόμα να το κάνουν σε κάποιο κέντρο που το είχε ένας πατριώτης του ηθοποιού κι έκανε ξουτκό ψ’τό αρνί και κοκορέτσι.
Όλα καλά κι ωραία κι είχαμαν κανονίσει κι εμείς όλοι ...με τι μέσον θα πηγαίναμαν παραόξω που ήταν το κέντρο – δεν είχαν βλέπετε όλοι τότε ρόδες!..
Όμως πάνω κει στις τελευταίες μέρες πριν απ’ το γάμο ...παίρνει ο γαμπρός ο ηθοποιός ο χήρος ...ένα τηλεφώνημα από τη Γερμανία πως τον απόλυσαν από τη φάμπρικα!..
Έτσι τους είπε, πως τους είπαν στο τηλέφωνο που τον ζήτησαν, ένα βραδάκι, εκεί, μπροστά σ’ όλους και κουβέντιαζε και χτυπιόνταν κι έλεγε: ποιος; γιατί; πότε; τι να κάνω τώρα; και διάφορα επιφωνήματα πόνου και θλίψης!..
Πληροφόρησε τον άνθρωπο που του τηλεφωνούσε πως «έρχομαι το πρωί».
Ο ηθοποιός δεν ματαφάνηκε στην πατρίδα, έστειλε μια επιταγή για τα έξοδα που γίνηκαν, όμως και μεις όλο ντροπή καταλάβαμαν πως η λυσσιάρα δεν κρατήθηκε και τάριξε του ηθοποιού κι εκείνος πήρε τέτοια λαχτάρα πούγινε καπνός!..
Αφήστε το τι γίνκε κατόπ’... δε μολογιούνται.
Την πλήρωσε ο φτωχούλης Δήμος με τον χαμό που γένονταν καθημερινά για το χάσιμο του ηθοποιού της φάμπρικας και του λιμπίσματος της λάμιας Ξανθίππης, δεν βάσταξε η καρδούλα του, ο νέος Δήμος πέθανε, ο νέος Δήμος πάει ...κατά το δημώδες άσμα.
Ραχμέτ’ νάχει η ψυχή της Πίπς, ακόμα, ζει και βασιλεύει και γέρασαν οι τσιούπρες της πριν της ώρας τους, από χρόνια πριν.
Ευτυχώς έδωσαν το χαράπατο αντιπαροχή κι είναι σπιτονοικοκυρές σε κάτι διαμερίσματα κι έχουν και τρων και συνεχώς λεν, μας κρέν’ ου κόσμους ...μας κρέν’!..
Αμήν.