Εξιστόρηση του φοιτητικού κινήματος 1970-74 από τον Μάκη Μπαλαούρα
Μάκης Μπαλαούρας (Τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, σήμερα υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος)
Τόπος εφηβείας
Τόπος της εφηβείας προς άνδρωση, τα Λεχαινά, κωμόπολη της Ηλείας, που ζούσε με τη συλλογική ανάμνηση της άνθησής του ως εμπορικού κέντρου την εποχή της σταφίδας. Κατάλοιπα, μια αριστοκρατική νοοτροπία, επαρχιώτικος σνομπισμός προς τους κατοίκους της γύρω περιοχής, μαζί όμως μια κουλτούρα που έπαιρνε σχήματα περιοδικών και ομίλων.
Δεκαετία του ’60 και τα αυταρχικά πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος συναντιόταν με τα καταπιεσμένα ένστικτα των περισσότερων καθηγητών μας. Ρόλος παιδονόμου και χωροφύλακα, απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 8 το βράδυ, πηλήκιο και ποδιά, κινηματογράφος κατόπιν εντολής και μαζικά, μαλλιά μας τα μετρούσαν -κυριολεκτικά- με τη μεζούρα. Πώς να αντιληφθεί κανείς – αν δεν τον έχει - ζήσει αυτό το φασισμό; Πολύ περισσότερο όταν τη θέση του περιβόητου καθηγητή μας του Μπαμπέλα, κατέχει σήμερα ο Πράχτορας που διορίστηκε καθηγητής στο ίδιο γυμνάσιο.
Γυμνάσιο Λεχαινών λοιπόν, αφού πρώτα περιπλανήθηκα σε όλες τις τάξεις του δημοτικού στη Ζάκυνθο και στην Πάτρα, μακριά από γονείς, αδέρφια και φίλους. Χρόνια δύσκολα για όλους και σκληρά για μένα. Ατίθασος χαρακτήρας, ίσως να’ χει δίκιο η θειά μου η Σοφού, που λέει πως μ’ έστρωσε και ήρθα σ’ επαφή με τα βιβλία, σηκώνοντας όλη τη δανειστική βιβλιοθήκη της Πάτρας.
Κάτι η καταπίεση του γυμνασίου, κάτι η βενιζελική παράδοση της οικογένειας, κάτι τα μασκαριλίκια της χούντας, κάτι ο χαρακτήρας της παρέας, μας έκαναν μα μη συμπαθούμε τη δικτατορία. Άλλωστε δε βρίσκαμε κανένα λόγο να εξηγούμε τις συλλήψεις των κομουνιστών, τον έγκλεισμό τους στο δημοτικό σχολείο με τα καρφωμένα παράθυρα. Ακόμα περισσότερο μας προκαλούσε το μαρσάρισμα που προκλητικά έκανε ο μοτοσυκλετιστής διοικητής της Χωροφυλακής στις βραδινές τρομοκρατικές εφόδους στα σπίτια αριστερών, σηκώνοντας από το κρεβάτι παιδιά για να ψάξει για ανατρεπτικό υλικό.
Τέτοια, βέβαια, γίνονταν και πριν από το πραξικόπημα, μετά από αυτό έγιναν πολλοί οι μοτοσικλετιστές και οι βραδινές επισκέψεις πλήθυναν.
Ελεύθερες ώρες χωρίς σχεδόν διάβασμα, βοηθός στο μαγαζί του πατέρα και του θείου μου. Η καλύτερη μου ήταν όταν φορτώναμε δυο τρεις φορές το κάρο με την Ψαριά και παραδίναμε σε μπακάλικα και φούρνους αλεύρια, μακαρόνια και μπακαλιάρο παστό. Αργότερα που γέρασε η Ψαριά και δεν τράβαγε, εκσυγχρονιστήκαμε αγοράζοντας τρίκυκλο. Ο πρώτος έρωτας μετ’ εμποδίων, περιμένοντας τις πρώτες πρωϊνές ώρες , ώστε να μη με πάρει κανένα μάτι, για να δρασκελίσω το παράθυρό της, ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι τον απαγορευμένο καρπό.
Πέτυχα στην Ανωτάτη Εμπορική, έκπληξη γι όλους, εκτός από τον πατέρα, που πίστευε σε μένα, όπως έμαθα αργότερα. Ο πατέρας γλυκός, καλαμπουρτζής και πειραχτήρι. Ποτέ οξύς, και δίκαιος. Υπήρξε σπουδαίος έμπορος του Πειραιά. Ο πόλεμος, ο εμφύλιος, ο χαρακτήρας του, τον οδήγησαν ξανά στα Λεχαινά.
…….
Στη σχολή τακτικός. Πρώτη φάση η ανακάλυψη της Αθήνας και των απόκρυφων για μας θελγήτρων της. Λίγο μετά, στο τρίτο έτος, δεν μπορούσαμε να αντέξουμε πια την ασφυξία των εκοφιτών και των ασφαλιτών. Είναι και θέμα αισθητικής. Αναζήτηση συντρόφων. Δεν μπορεί θα υπάρχουν. Σημείο αναφοράς, τα μακριά μαλλιά, το Βήμα και η κόντρα στη μαζική κουλτούρα του ποδοσφαίρου που μας επέβαλλε ο Ασλανίδης. Συνάντηση με το Δημήτρη.
Τι να κάνουμε; Αρχίζει η τρέλα, η εξέγερσή μας.
Το Μάη του 1972 μαζεύαμε υπογραφές για να γίνουν ελεύθερες εκλογές στη σχολή, τριακόσια παλικάρια, αγόρια και κορίτσια. Τις έχω ακόμα τις υπογραφές. Τις πήγαμε στο Μηνά, στα Νέα. Αυτός σκέφτηκε: «Ή τρελοί είναι ή χαφιέδες. Ας τους βάλω σε καραντίνα»
Η ασφάλεια ήταν σίγουρη όντως για μας. Έπρεπε αμέσως να παρέμβει, όπως αυτή ήξερε. Με κάλεσε ο Καραπαναγιώτης. Απειλές και πατρικές προτροπές: «Άλλωστε ο ξαδερφός σου, ο Σταματόπουλος, είναι στέλεχος της εθνικής κυβερνήσεως, δεν πρέπει να πας κόντρα εσύ, αλλιώς θα την πληρώσεις άσχημα»
Και στο χωριό μας κοίταζαν περίεργα. Ο πρώτος που είχε μακριά γένια και μακριά μαλλιά. Αχώριστο το τζάκετ. Από το αντάρτικο είχαν να δουν τέτοιους!
Κάποτε, σε κάποιες φασαρίες, ο πρύτανης ειρωνεύτηκε το προκλητικό ντύσιμό μας και ο Ψαθάς τον πετσόκοψε στο χρονογράφημά του.
Κηδεία Σεφέρη. Αντιδικτατορικός ξεσηκωμός. Και το νερό γλυφό. Κρατώ το φέρετρο, με καίει ο ώμος μου για καιρό.
Οκτώβρης του 1972 και αναζητούμε τρόπους συσπείρωσης. Μαζί με τον Δημήτρη δημοσιεύουμε ένα ωραίο πολιτικό κείμενο, που δε μασά τα λόγια του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των υπογραφών του Μάη. Από κάτω βάζουμε τα ονόματά μας. Φυσικά πρώτη μας βρίσκει η Ασφάλεια. Αυτή τη φορά άρχισαν τα δύσκολα.
Με αναλαμβάνει ο Σμαϊλης. Με διώχνουν σε άσχημη κατάσταση, τα μαλλιά βγαλμένα, το κορμί γεμάτο μώλωπες. Το μυαλό όμως στους φίλους που περιμένουν σε κάποια ταβέρνα.
Ο Αποστόλης βρίζει και χτυπά το χέρι του στο γραφείο του βασανιστή, γιατί τόλμησε να βρίσει το σύντροφό του το Μάκη. Ο Μανώλης κρατούμενος κι έχει κάποιο πρόβλημα υγείας. Παίρνω τηλέφωνο τον Καραπαναγιώτη και κάνω διαπραγματεύσεις για να πάρω εγώ τη θέση του. Η ολοκλήρωση της συντροφικότητας (Νοσταλγία της εποχής)
Ο Μηνάς των Νέων επιτέλους αποφάσισε: «Είναι τρελοί…»
Οι εξελίξεις ραγδαίες. Το κίνημα γενικεύεται σε όλες τις σχολές. Ανακοινώσεις, υπογραφές, δικαστήρια, βασανιστήρια.
Ο Στέλιος, παλιός, από τους Λαμπράκηδες, μας έφερε κάποιες ιδέες, που δεν είχαν πραγματοποιηθεί λόγω του πραξικοπήματος. Ολοκληρώνουμε την ιδέα, αρχίζουμε να ψάχνουμε για στοιχεία, δουλεύουμε επιστημονικά και κυρίως ομαδικά.
Ετοιμάζεται η γνωστή πια «Μελέτη των δώδεκα» μια εργασία που είναι -ακόμα και σήμερα – πρωτοποριακή. Συνθήκες σπουδών, διδασκόμενα μαθήματα, σχέσεις φοιτητή – καθηγητή, συνθήκες διαβίωσης, ακαδημαϊκές ελευθερίες είναι τα περιεχόμενά της. Ποιοτικό άλμα. Από την άρνηση (όχι σε τούτο ή εκείνο) στη θέση, στη πρόταση. Τα συνομωτικά μας μέσα δε φτάνουν, οι ασφαλίτες της σχολής πρέπει να αποπροσανατολισθούν. Εκτελεστής ο Πράχτορας. Από τότε του βγάλαμε το όνομα. Γενάρης ’73 και κυκλοφορεί το έντυπό μας με τις δώδεκα υπογραφές. Ο Στέλιος, σταμπαρισμένος με τις παράνομες οργανώσεις του «Ρήγα» δεν είναι σωστό να υπογράψει, θα ήταν ο δέκατος τρίτος.
Αίσθηση στα πανεπιστήμια. Ζητούν πληροφορίες και υλικό, και αρχίζουν παρόμοιες εκδόσεις, στην Πάντειο, στην Ιατρική, στη Βιομηχανική. Οι εφημερίδες Το Βήμα, Τα Νέα, Η Βραδυνή δημοσιεύουν ολόκληρη τη μελέτη. Γίνονται παρουσιάσεις και κριτικές από διανοούμενους.
Το καθεστώς γνωρίζει πως τα συνήθη μέτρα ξυλοδαρμού δε θα πετύχουν τίποτα. Αναπροσαρμόζει την τακτική του, χρησιμοποιώντας το καθηγητικό κατεστημένο. Φωτεινή εξαίρεση, όχι μοναδική, ο Χαλικιόπουλος. Όταν τον στέλνουν σπίτι του, τον αποχαιρέτησα στο κατάμεστο αμφιθέτρο με μάτια φλογισμένα από την πυρκαγιά της καρδιάς μας.
Φεβρουάριος 1973, μας περνούν πειθαρχικό. Εμείς βάζουμε την ατίθαση νιότη μας και ο Αντώνης με τον Κώστα τα νομικά τους. Τελικά παρασύρθηκαν και αυτοί. Κι έτσι η απολογία μας έγινε ένα πολιτικό μανιφέστο. Ακόμα και τραγούδι έγινε η ιστορία αυτή. «Δώδεκα παιδιά στον ήλιο»
Έξω από τη σχολή ακούγεται μεγάλη αντάρα. Πλησιάζουμε και τα χάνουμε. Αγέρωχες και αποφασισμένες μπροστά η Ζωή και η Βαγγελιώ. Εκατοντάδες φοιτητές και φοιτήτριες να τραγουδούν τα αγαπημένα τραγούδια, που ήταν απαγορευμένα, να εκστομίζουν τα πρώτα αντιχουντικά συνθήματα. Η πρώτη μαζική αντιδικτατορική συγκέντρωση ήταν γεγονός, θα ακολουθήσουν και άλλες, όλο και μεγαλύτερες, όλο και δυναμικότερες. Η σύγκλητος τρομοκρατείται και σχεδόν μας απαλλάσσουν.
Εννιά μέρες αργότερα αρχίζει να κινείται το Πολυτεχνείο. Σύλληψη, ξύλο πολύ, κλείνει τελείως το μάτι μου. Οι φοιτητές συνεχίζουν , γίνεται η πρώτη κατάληψη της Νομικής, γεμίζει ασφυκτικά η Ασφάλεια. Με μεταφέρουν σε άλλο μεγαλύτερο κελί, μεγαλύτερο και φωτεινό. «Εδώ κρατάμε τις προσωπικότητες. Πριν ήταν ο Παρτσαλίδης…»
Παραπέμπουν έντεκα φοιτητές. Στην αρχή μας πάνε για στρατοδικείο με τον 509, μετά αντιλαμβάνονται πως θα ξεσηκωθούν όλοι και μας παραπέμπουν για παράβαση του μισού Ποινικού Κωδικα, ακόμα και για τεντιμποϊσμό. Μας μεταφέρουν με λεωφορείο και συνοδεία ισχυρή, ο Μανώλης διασπά τον κλοιό και μου πετάει μια σοκολάτα. Συντροφικότητα, δακρύζω.
Στους απέξω δρόμους των δικαστηρίων κόσμος πάρα πολύς. Έχει μπει νερό στ’ αυλάκι για τα καλά.
Στην αίθουσα αναζητούμε τους συγγενείς μας. Εγώ ψάχνω για τον πατέρα μου, φαντάζομαι πως θα έχει έρθει στην Αθήνα. Δε βλέπουμε κανέναν, με πιάνει κατάθλιψη. Αργότερα η αδερφή μου, που μπήκε με κόλπο, μου εξήγησε τι συμβαίνει. Δεν τους άφηναν να μπουν. Γίνεται φασαρία. Εμείς διαμαρτυρόμαστε. Ο Μαγκάκης, ο ποινικολόγος, φωνάζει, απαιτεί τήρηση των ελάχιστων κανόνων. Ανοίγουν οι πόρτες, μπαίνουν οι δημοσιογράφοι, οι συγγενείς και οι …δικηγόροι μας!
Γινόμαστε πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες και περιοδικά, ακόμα και του εξωτερικού. Μαζί με το Σάκη είμαστε οι μοναδικοί σε όλη τη δικτατορική περίοδο που εμφανιζόμαστε κακοποιημένοι. Στο δικαστήριο περνούν ως μάρτυρες οι πάντες: πολιτικοί όλου του φάσματος, καθηγητές, φοιτητές. Η δίκη μετελίσσεται σε κορυφαία πολιτική εκδήλωση. Αρχίζουν καταλήψεις σχολών. Ξανά η Νομική. Δικαζόμαστε με αναστολή. Μόλις βγαίνουμε, μας έρχεται το χαρτί της στράτευσης, η χούντα τα παίζει όλα για όλα. Η ανιστόρητη… Νέες ηγεσίες αναδεικνύονται αμέσως.
Στον Άραξο μας συμπαραστέκονται όλοι οι φαντάροι, μας κολλάνε οι μονιμάδες. Αρχίζουν οι εξετάσεις στα πανεπιστήμια, οι άλλοι στρατευμένοι φεύγουν, εγώ μένω και βράζω στο ζουμί μου.
Κάθε μέρα στην αναφορά: «Αιτούμαι αδείας…» «Αποκλείεται» η απάντηση του υπεύθυνου ασφάλειας. Στέλνω μήνυμα στα παιδιά, μεγάλη συγκέντρωση στην ΑΣΣΟΕ για την άδεια μου. Ο πρύτανης μπροστά στην επιτροπή τηλεφωνεί στον Παττακό, αυτός δίνει εντολή. Έρχομαι στην Αθήνα και το μεσημέρι πάω στο Μουσείο. Με αγκαλιάζουν γνωστοί και άγνωστοι. Νοιώθω ξανά αλλόκοτα αισθήματα. Ξαφνικά αρχίζει το τραγούδι, τα συνθήματα. Μαζεύονται πολλοί και ξεκινούν διαδήλωση μέσα στην Πατησίων, προς την ΑΣΣΟΕ: Νοιώθω δέος. Έχομε γίνει σύμβολα. Το αξίζουμε; Θα ανταποκριθούμε στα αισθήματα των συντρόφων μας;
Επιστροφή και ανακοίνωση σε όλο το τάγμα, διαταγή του Αρχηγείου, πως τιμωρούμαι με τρεις μήνες φυλακή, γιατί «πρόετρεπε τους φοιτητάς εις αντικαθεστωτικάς εκδηλώσεις». Οι φαντάροι νιώθουν πως υπάρχει κάποια αδικία και με αγκαλιάζουν, ακόμα και έφεδροι αξιωματικοί μου μιλούν με συμπάθεια. Μου βγάζουν το λάδι στην αγγαρεία, φαντάροι θέλουν να τις κάνουν οι ίδιοι…
Τραγελαφικές καταστάσεις, με στέλνουν αγγαρεία να φορτώσω ψωμί στο Ρίο. Ξαφνικά πλακώνει το αυτοκίνητο του διοικητή και με γυρίζουν πίσω. Όπως έμαθα, ο λόγος ήταν πως εκεί κοντά είναι το Πανεπιστήμιο της Πάτρας και φοβήθηκαν μήπως ξεσηκωθούν οι φοιτητές. Με τιμωρούν και από πάνω , γιατί έφυγα – είπανε – από τη μονάδα.
Το μόνο που ευχαριστιέμαι και το εκμεταλλεύομαι με το παραπάνω είναι το υπηρεσιακό τηλέφωνο. Το παρακολουθούν και περιμένουν να μάθουν κάτι χρήσιμο γι’ αυτούς.
Τελειώνει η εκπαίδευση της σειράς μας. Θεωρούμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως και με κρατούν ακόμα τρεις μήνες. Από όλη τη σειρά εγώ και ο Κυριακός, ένας Κρητικός ορεσίβιος. Επιτέλους περνώ τη βασική εκπαίδευση, με στέλνουν να γίνω οδηγός φορτηγού, κάνω το στραβό. Με κόβουν και με στέλνουν στο Βίτσι. Μέρος ηρωϊκό και πένθιμο, με χιόνια, λύκους και αρκούδες. Κρατώ στο χέρι τη Ρωμιοσύνη και περπατώ στο πυκνό δάσος, που το παχύ στρώμα των πεσμένων φύλλων έχει να πατηθεί από τον Εμφύλιο. Σπαρμένα κόκαλα παντού, ανταρτών, στρατιωτών, ποιος ξέρει;
Ο Μαρκεζίνης δίνει ξανά τις αναβολές σπουδών. Η δική μου αργεί, γίνονται γεγονότα, επιστρέφω στην Αθήνα, λίγο πριν ξεσπάσει το Πολυτεχνείο.
Μια άλλη φορά η συνταρακτική συνέχεια
Δύο διαφορετικές ταλαντώσεις
Πριν από 2 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου