του Νίκου Ρεβελάκη (τότε φοιτητής Πολυτεχνείου, σήμερα δημόσιος υπάλληλος)
Όταν έγινε το πραξικόπημα (21-4-1967) πήγαινα στην Α΄ Λυκείου. Παρακολουθούσα ως μαθητής τους αγώνες του Γεωργίου Παπανδρέου και της Ένωσης Κέντρου ενάντια στο βασιλιά και στην ξενοκρατία.
Μου έκανε εντύπωση ότι οι πρώτες τους ενέργειες ήταν να καταργήσουν το μάθημα «Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος και Δικαίου» και ερωτώ γιατί; Δεν πρέπει τα Ελληνόπουλα να παίρνουν δημοκρατική αγωγή από το σχολείο ή πρέπει να γίνουμε όλοι φασίστες;
Είναι αλήθεια, οι συνταγματάρχες δεν κατάργησαν τη δημοκρατία.
Η δημοκρατία είχε προ πολλού καταργηθεί από τους ίδιους τους Ηρακλείς της. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια.
Εν πάση περιπτώσει όμως, μετά τη συνεννόηση βασιλιά – Παπανδρέου – Κανελλόπουλου πηγαίναμε για εκλογές στις 28 Μαΐου. Στις 21 Απριλίου έγινε το πραξικόπημα, και ερωτώ: Γιατί; Ποιος ο λόγος;
Ο λαός δεν αντέδρασε στη δικτατορία. Ελάχιστες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις. Μόνο η νεολαία από το 1970 και μετά, άρχισε να αντιδρά.
Αποκορύφωμα όλης της αντίδρασης της νεολαίας και του λαού, που άρχισε να ξυπνά, ήταν το Πολυτεχνείο.
Το Πολυτεχνείο δεν έπεσε από τον ουρανό, χρειάστηκε πολύς κόπος να πειστούν οι νέοι μας ότι υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα πέρα από το ποδόσφαιρο.
Είχα την τύχη και την τιμή να πρωτοστατήσω στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και της νεολαίας. Ήμουν πρόεδρος των Τοπογράφων Μηχανικών όταν μπήκαν τα τανκς.
Είχα διαδεχθεί τον στρατευθέντα πρόεδρο Γιάννη Αλαβάνο στην ηγεσία του συλλόγου.
Κρατήθηκα πέντε, έξι μέρες στην Ασφάλεια, όπου εδάρην ανηλεώς, παραπέμφθηκα στο στρατοδικείο μαζί με τον Λαφαζάνη και το Βαρλάμη για «απείθεια εις διαταγήν στρατιωτικής αρχής και σύστασιν συμμορίας».
Η κατηγορία ήταν αστήρικτη και κατόπιν πιέσεως του πρύτανη αθωώθηκα.
Αποκορύφωμα όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο εγκλεισμός μου στο ψυχιατρείο από τα όργανα του διαβόλου, όπου παρέμεινα δεμένος χειροπόδαρα για ένα εικοσιτετράωρο.
Ο πρύτανης Λοϊζος, ο κοσμήτορας Αργυράκης, ο συγκλητικός Θεοχάρης, ο επιμελητής Λαϊπέτης, ο πατέρας μου, ο μπάρμπας μου ο Γιώργης Σκουλάκης, ο αδελφικός μου φίλος Κώστας Ζάμπας και ο επίσης φίλος μου Δημήτρης Ηλίας ήρθαν, Κύριος οίδε πως, και με απελευθέρωσαν από τα νύχια του διαβόλου.
Αυτά συνέβησαν στα τέλη του Μάρτη του 1973.
Έκτοτε, σακάτης και συντροφιά με τα ηρεμιστικά που μου χορηγούν για αποτοξίνωση, σαν αντίδοτο περιμένω να κλείσει η βιολογική παρένθεση Ρεβελάκη και να περάσω στην αιωνιότητα.
(Από το βιβλίο «Το Πολυτεχνείο ζει; Όνειρα –Μύθοι – Αλήθειες»
Επιμέλεια Δημήτρης Παπαχρήστος - Εκδόσεις Λιβάνη -2004)
|
1 σχόλιο:
Ένα περιστατικό από το Ε.Μ.Π.
…Θυμάμαι πως πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων του 1971 και ήταν Δευτέρα, ημέρα που είχε πολύ συνωστισμό στα εστιατόρια. Είχε γτάσει η σειρά μου, είχα περάσει από τον γκισέ όπου άφηνε ο μάγειρας τα διάφορα φαγητά, είχα πάρει ό,τι ήθελα και έφτανα σιγά –σιγά στο ταμείο όπου θα έδινα το κουπόνι μου.
Μπροστά μου ήταν δυο συνάεδλφοι. Ο ταμίας, ενώ συχγρόνως κτυπούσε στη μηχανή, έλεγε φωναχτά: «10 δρχ. το κοτόπουλο, 5 δρχ. η μακαρονάδα και 5 η σαλάτα με το γλυκό μα ςκάνουν 20, και 2 δρχ. η γκαζόζα, 22»
Το κοπούνι είχε τότε 20 δρχ., π λογαριασμός βρέθηκε ένα δίφραγκο παραπάνω. Ο σπουδαστής ψάχτηκε, αλλά δεν είχε δραχμή. Γύρισε στον ταμία και του ‘πε γελαστά:
«Δεν έχω, χρέωσέ μου το και όταν έρθει η Δημοκρατία, θα σε …πληρώσει.»
Ο ταμίας όμως κοίταξε δεξιά κι αριστερά φοβισμένα και του είπε:
«Άσε τα καλαμπούρια, αυτά με τυς συναδέλφους σου, όχι με μένα. Κατέβαινε το δίφραγκο. Και σήμερα Δημοκρατία έχουμε.»
Ο σπουδαστής γύρισε απότομα, κόκκινος από θυμό, στράφηκε προς την ουρά ήρεμα και κτύπησε τα χέρια του στον πάγκο δύο φορές λέγοντας δυνατά:
«Συνάδελφοι, παρακαλώ, ακούστε με.» Σαν έπεσε νεκρική σιγή, πρόσθεσε ειρωνικά: «Το φαγητό που πήρα σήμερα κάνει 22 δραχμές, το κουπόνι έχει 20. Για το δίφραγκο που απομένει είπα στον ταμία πως θα του το πληρώσει η Δημοκρατία όταν έρθει. Και ξέρετε τι μου απάντησε; Ότι, λέει, και σήμερα Δημοκρατία έχουμε. Γι’ αυτό οφείλω να του δώσω ενώπιόν σας την απάντηση.»
Μετά σήκωσε το δείκτη του αριστερού χεριού του και ενώ το κουνούσε προς το μέρος του ταμία, τόνιζε μία –μία φωναχτά και θυμωμένα τις λέξεις του:
«Όχι, κύριε ταμία, δεν έχουμε Δημοκρατία, έχουμε χούντα!»
Την τελευταία λέξη την είπε τόσο φωναχτά, που ακούστηκε σε όλη τη λε΄σχη. Στην αίθουσα έπεσε παγωνιά, οι σπουδαστές έμειναν για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητοι και μετά αυθόρμητα ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο και έντονο χειροκρότημα.
Με το δίσκο στο χέρι, ο σπουδαστής προχώρησε αργά και αδιάφορα, σαν να μην τ’ άκουγε καθόλου, και κάθισε στο βάθος της αίθουσας σ’ ένα τραπέζι. Αυτός ήταν ο ΡΕΒΕΛΑΚΗΣ.
Δημοσίευση σχολίου