«Εάν δεν παρθούν σύντομα τα απαραίτητα μέτρα υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει το κτίριο του μοναδικού καμπανοποιείου στο Αιγαίο». Ο 82χρονος Τάσος Αναστασιάδης είναι καμπανοποιός τρίτης γενιάς και ήδη έχει παραδώσει τα ηνία του καμπανοποιείου που ίδρυσε ο παππούς του Μιχάλης, το 1863 στη Σύμη, στον γιο του.
Για 145 χρόνια στην περιοχή Νιμποριό της Σύμης η οικογένεια Αναστασιάδη συνεχίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο την παράδοση. Αρχικά ο παππούς Μιχάλης, ο οποίος ίδρυσε το χυτήριο επί Τουρκοκρατίας, στη συνέχεια ο γιος του Δημήτρης και μέχρι πρόσφατα ο Τάσος, που τώρα παρέδωσε τη σκυτάλη στον γιο του Φιλήμονα, ο οποίος με την ίδια μαεστρία κατασκευάζει χειροποίητες καμπάνες σε ένα κτίριο που έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο μνημείο.
«Το καμπανοποιείο μας έχει κατασκευάσει μέχρι τώρα εκατοντάδες καμπάνες» λέει ο Τάσος Αναστασιάδης, που υπολογίζει ότι ο παππούς του με τον πατέρα του έφτιαξαν περίπου 600 καμπάνες, ο ίδιος 45 και ο γιος του 27 μέχρι τώρα. «Είναι μια δύσκολη δουλειά
ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Ο παππούς του με τον πατέρα του έφτιαξαν περίπου 600 καμπάνες, ο ίδιος 45 και ο γιος του 27 μέχρι τώρα
που θέλει μεράκι και τέχνη, αλλά το καλό αποτέλεσμα το απολαμβάνει κανείς στο τέλος από τον ήχο» υπογραμμίζει ο «καμπανοποιός του Αιγαίου» που μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να επιβλέπει στο χυτήριο και να δίνει τις πολύτιμες οδηγίες του.
Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνται τα απαραίτητα καλούπια από κεραμίδι και χώμα μέσα στα οποία οι καμπανοποιοί ρίχνουν τον χαλκό κατά ποσοστό 80% και τον κασσίτερο κατά 20%, που ψήνονται μέσα σε ξυλόφουρνο. Μέσα στο υλικό αυτό γίνεται και σμίλευση ώστε «εάν θέλουμε να έχουμε βαρύτονο ήχο αυξάνουμε τον χαλκό, ενώ όταν θέλουμε υψίτονο ήχο αυξάνουμε τον κασσίτερο», λέει ο Τάσος Αναστασιάδης.
Οι καμπάνες που κατασκευάζονται έχουν βάρος από 8 μέχρι 150 κιλά σε χειροποίητα καλούπια. Ο πατέρας του Τάσου το έτος 1910 κατασκεύασε την καμπάνα της Μονής του Πανορμίτη Σύμης που είναι βάρους 750 κιλών και μέχρι σήμερα οι ήχοι της καλωσορίζουν τους επισκέπτες του μοναστηριού.
Καλούπια του 18ου αιώνα
Το καμπανοποιείο της Σύμης έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο κτίριο επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη το 1982. Εκτός από τη μοναδικότητά του, υπάρχουν μέσα σ΄ αυτό ακόμη και ξύλινα και πήλινα καλούπια και άλλα εξαρτήματα για την κατασκευή μηχανημάτων στα τέλη του 18ου αιώνα, π.χ. αντλιών, γερανών, όπως επίσης και μια ατμομηχανή που ο παππούς Αναστασιάδης έφερε από τη Σμύρνη το έτος 1868!
Έξι καμπανάδες έχουν μείνει στην Ελλάδα
ΕΞΙ ΚΑΜΠΑΝΑΔΕΣ έχουν μείνει όλοι κι όλοι στην Ελλάδα και αυτοί βλέπουν τις δουλειές τους να συρρικνώνονται χρόνο με τον χρόνο. Εκκλησίες μεν χτίζονται, αλλά τα καμπαναριά γίνονται ολοένα και περισσότερο λιτά. Όπως λέει ο κ. Γιάννης Μπούρας, που εδώ και τριάντα χρόνια κατασκευάζει καμπάνες στο Κερατσίνι, «οι παραγγελίες έπεσαν κατακόρυφα μετά τα πρόστιμα από τον Συνήγορο του Πολίτη για ηχορρύπανση από τις καμπάνες εδώ και μία τριετία».
Η κατασκευή μιας καμπάνας δεν είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί οι σημερινοί καμπανοποιοί να έχουν στη διάθεσή τους τυποποιημένα καλούπια και μέσα για να ελέγχουν τον ήχο και τη νότα που βγάζει κάθε καμπάνα, όμως, όπως λέει ο κ. Μπούρας, η χύτευση του μετάλλου παραμένει εδώ και δεκαετίες η ίδια. «Μετράμε τη νότα που βγάζει η καμπάνα και αυτό είναι συνάρτηση του βάρους και της διαμέτρου της- για παράδειγμα μια καμπάνα διαμέτρου 50 εκατοστών και βάρους 70 κιλών θα δίνει φα δίεση, ενώ αν θέλουμε σολ χρειαζόμαστε μια καμπάνα 450 κιλών με διάμετρο 90 εκατοστά.
Με τη βοήθεια παλμικού μικροφώνου- όπως και οι μουσικοί- οι καμπανάδες ελέγχουν τη νότα- φωνή της καμπάνας που κατασκευάζουν. Σύμφωνα με τον κ. Μπούρα, χρειάζονται από μία έως και δεκαπέντε μέρες για την κατασκευή μιας καμπάνας- ανάλογα με το μέγεθός της.
Το κόστος των μετάλλων που χρησιμοποιούνται- χαλκός και κασσίτερος, με συνηθισμένη αναλογία 80% προς 20% αντίστοιχα- έχει συνέπεια και στο κόστος της καμπάνας: για την πρώτη ποιότητα απαιτούνται 16- 17 ευρώ το κιλό, αφού πωλείται με το βάρος, ενώ υπάρχουν και φθηνότερες προς 12- 13 ευρώ το κιλό.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ 1 Οκτ.2008
Για 145 χρόνια στην περιοχή Νιμποριό της Σύμης η οικογένεια Αναστασιάδη συνεχίζει με αξιοθαύμαστο τρόπο την παράδοση. Αρχικά ο παππούς Μιχάλης, ο οποίος ίδρυσε το χυτήριο επί Τουρκοκρατίας, στη συνέχεια ο γιος του Δημήτρης και μέχρι πρόσφατα ο Τάσος, που τώρα παρέδωσε τη σκυτάλη στον γιο του Φιλήμονα, ο οποίος με την ίδια μαεστρία κατασκευάζει χειροποίητες καμπάνες σε ένα κτίριο που έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο μνημείο.
«Το καμπανοποιείο μας έχει κατασκευάσει μέχρι τώρα εκατοντάδες καμπάνες» λέει ο Τάσος Αναστασιάδης, που υπολογίζει ότι ο παππούς του με τον πατέρα του έφτιαξαν περίπου 600 καμπάνες, ο ίδιος 45 και ο γιος του 27 μέχρι τώρα. «Είναι μια δύσκολη δουλειά
ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Ο παππούς του με τον πατέρα του έφτιαξαν περίπου 600 καμπάνες, ο ίδιος 45 και ο γιος του 27 μέχρι τώρα
που θέλει μεράκι και τέχνη, αλλά το καλό αποτέλεσμα το απολαμβάνει κανείς στο τέλος από τον ήχο» υπογραμμίζει ο «καμπανοποιός του Αιγαίου» που μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να επιβλέπει στο χυτήριο και να δίνει τις πολύτιμες οδηγίες του.
Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνται τα απαραίτητα καλούπια από κεραμίδι και χώμα μέσα στα οποία οι καμπανοποιοί ρίχνουν τον χαλκό κατά ποσοστό 80% και τον κασσίτερο κατά 20%, που ψήνονται μέσα σε ξυλόφουρνο. Μέσα στο υλικό αυτό γίνεται και σμίλευση ώστε «εάν θέλουμε να έχουμε βαρύτονο ήχο αυξάνουμε τον χαλκό, ενώ όταν θέλουμε υψίτονο ήχο αυξάνουμε τον κασσίτερο», λέει ο Τάσος Αναστασιάδης.
Οι καμπάνες που κατασκευάζονται έχουν βάρος από 8 μέχρι 150 κιλά σε χειροποίητα καλούπια. Ο πατέρας του Τάσου το έτος 1910 κατασκεύασε την καμπάνα της Μονής του Πανορμίτη Σύμης που είναι βάρους 750 κιλών και μέχρι σήμερα οι ήχοι της καλωσορίζουν τους επισκέπτες του μοναστηριού.
Καλούπια του 18ου αιώνα
Το καμπανοποιείο της Σύμης έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο κτίριο επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη το 1982. Εκτός από τη μοναδικότητά του, υπάρχουν μέσα σ΄ αυτό ακόμη και ξύλινα και πήλινα καλούπια και άλλα εξαρτήματα για την κατασκευή μηχανημάτων στα τέλη του 18ου αιώνα, π.χ. αντλιών, γερανών, όπως επίσης και μια ατμομηχανή που ο παππούς Αναστασιάδης έφερε από τη Σμύρνη το έτος 1868!
Έξι καμπανάδες έχουν μείνει στην Ελλάδα
ΕΞΙ ΚΑΜΠΑΝΑΔΕΣ έχουν μείνει όλοι κι όλοι στην Ελλάδα και αυτοί βλέπουν τις δουλειές τους να συρρικνώνονται χρόνο με τον χρόνο. Εκκλησίες μεν χτίζονται, αλλά τα καμπαναριά γίνονται ολοένα και περισσότερο λιτά. Όπως λέει ο κ. Γιάννης Μπούρας, που εδώ και τριάντα χρόνια κατασκευάζει καμπάνες στο Κερατσίνι, «οι παραγγελίες έπεσαν κατακόρυφα μετά τα πρόστιμα από τον Συνήγορο του Πολίτη για ηχορρύπανση από τις καμπάνες εδώ και μία τριετία».
Η κατασκευή μιας καμπάνας δεν είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί οι σημερινοί καμπανοποιοί να έχουν στη διάθεσή τους τυποποιημένα καλούπια και μέσα για να ελέγχουν τον ήχο και τη νότα που βγάζει κάθε καμπάνα, όμως, όπως λέει ο κ. Μπούρας, η χύτευση του μετάλλου παραμένει εδώ και δεκαετίες η ίδια. «Μετράμε τη νότα που βγάζει η καμπάνα και αυτό είναι συνάρτηση του βάρους και της διαμέτρου της- για παράδειγμα μια καμπάνα διαμέτρου 50 εκατοστών και βάρους 70 κιλών θα δίνει φα δίεση, ενώ αν θέλουμε σολ χρειαζόμαστε μια καμπάνα 450 κιλών με διάμετρο 90 εκατοστά.
Με τη βοήθεια παλμικού μικροφώνου- όπως και οι μουσικοί- οι καμπανάδες ελέγχουν τη νότα- φωνή της καμπάνας που κατασκευάζουν. Σύμφωνα με τον κ. Μπούρα, χρειάζονται από μία έως και δεκαπέντε μέρες για την κατασκευή μιας καμπάνας- ανάλογα με το μέγεθός της.
Το κόστος των μετάλλων που χρησιμοποιούνται- χαλκός και κασσίτερος, με συνηθισμένη αναλογία 80% προς 20% αντίστοιχα- έχει συνέπεια και στο κόστος της καμπάνας: για την πρώτη ποιότητα απαιτούνται 16- 17 ευρώ το κιλό, αφού πωλείται με το βάρος, ενώ υπάρχουν και φθηνότερες προς 12- 13 ευρώ το κιλό.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ 1 Οκτ.2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου