Θα κλείσω τον κύκλο των περιηγήσεων στη Βόρειο Ήπειρο, τις αναδρομές στην αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεώτερη περίοδο, σε πόλεις αρχαίες, βυζαντινές και σύγχρονες, σε χρόνια δίσεκτα, σκοτεινά και φρικτά, μ' ένα τραγούδι, που συνεχίζει την πορεία του, αυθεντικό ή παραλλαγμένο, ανάλογα με τις περιστάσεις, το οποίο και σήμερα τραγουδιέται στην Επαρχία Αργυροκάστρου και Πωγωνίου. Πρόκειται για τη «Δεροπολίτισσα». Τραγούδι, που ιδιαίτερα αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε με πάθος και συγκίνηση από τους Δεροπολίτες. Η «Δεροπολίτισσα» διεκτραγωδεί με τον πιο παραστατικό τρόπο τις σφαγές, τις αιχμαλωσίες, τις λεηλασίες, τους παντοειδείς ψυχικούς και σωματικούς εξαναγκασμούς, που έπαθαν οι κάτοικοι του δύσμοιρου αυτού τόπου, καθ' όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Πριν όμως αναφερθώ στο τραγούδι, είναι σκόπιμο να γράψω λίγα λόγια για τα πολυφωνικά δημοτικά τραγούδια της Βορ. Ηπείρου, που κλείνουν μέσα τους πολλή θλίψη, αγωνία, καρτερικότητα και υπομονή. Με τα τραγούδια αυτά ασχολήθηκαν ο κορυφαίος μουσικολόγος - καθηγητής της Ακαδημίας Αθηνών κ. Σπ. Περιστέρης (Δημοτικά τραγούδια Δροπόλεως Βορ. Ηπείρου, Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου Ακαδημίας Αθηνών, τ. 9 και 10, 1955 - 1957) και ο Αντ. Λάβδας (Πεντάφθογγοι κλίμακες εν τη δημώδη μουσική της Ηπείρου, Ηπειρ. Εστία 1958). Για το πολυφωνικό τραγούδι της Β.Η. θα αφήσω τον Μενέλαο Ζώτο να μιλήσει στο βιβλίο του (Το Δημοτικό τραγούδι της Βορ. Ηπείρου, σελ. 12 και 30). «Το Δημ. Τραγούδι της Βορ. Ηπείρου, μας παρουσιάζει δύο αξιοπρέσεχτα στοιχεία, την πολυφωνική αντίληψη και τη μουσική περιγραφή, στοιχεία που αποτελούν βασικούς παράγοντες της μουσικής τέχνης κι επιστήμης. Πάνω απ' όλα όμως η βορειοηπειρωτική μουσική είναι πολυφωνική, δηλαδή περιέχει στοιχεία του λεγόμενου οριζόντιου μουσικού συστήματος σύμφωνα με το οποίο, δύο ή περισσότερες φωνές, αποτελούν ανεξάρτητα ηχητικά σύνολα, που στην πορεία τους δημιουργούν κάθετες ηχητικές στήλες και μας δίνουν έτσι την αρμονική αντίληψη. Η εκτέλεση των πολυφωνικών τραγουδιών γίνεται από ομάδα ανδρών ή γυναικών ή μικτών και χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου. Η ομάδα των τραγουδιστών συγκροτείται από τον παρτή, τον γυριστή ή τσακιστή ή κλώστη και τους ισοκράτες. Είναι ένα ζωντανό μνημείο του αστείρευτου λαογραφικού θησαυρού της Β. Ηπείρου. Ελληνικό, γνήσιο, ανόθευτο, πηγαίο, που ο θρηνητικός του ήχος σε συνδυασμό με μια βαθιά μελαγχολική αίσθηση του στίχου του, συγκινεί και συγκλονίζει πάντοτε, όχι μόνο τους τραγουδιστές του, αλλά και τους αμύητους...». Αλλά ποιοί είναι αυτοί που συνθέτουν και τραγουδούν; Ο ίδιος ο λαός, που βρίσκει τη δύναμη να μετουσιώνει τον πόνο και το δάκρυ, το ταξίδι και τον θάνατο, σε τραγούδι. Είναι ο ίδιος που εδώ και χιλιάδες χρόνια πλέκει τη συνέχεια της ζωής της φυλής μας. «Είναι αυτοί, που χιλιάδες ζωνάρια», γράφει ο Αλέκος Μαμμόπουλος (Ήπειρος Α', σελ. 131) «έρχονται ο ένας πίσω από τον άλλον με την απαράβατη εθιμική τάξη των βαπτιστικών ονομάτων, συνέχεια χωρίς διακοπή και «ανασταίνουν» τους πεθαμένους προγόνους, ο Κώστας, ο Αλέξανδρος, ο Λεωνίδας, ο Αλκιβιάδης, ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνων, η Αρετή, η Ολυμπιάδα, η Αμαλία, ο Νικηφόρος, υπόμνηση όλων των περιόδων της ελληνικής ιστορίας, της αρχαίας, χριστιανικής, βυζαντινής και νεωτέρας». Μετά από τον καθημερινό μόχθο, τη σωματική κούραση και τον ψυχικό κάματο, συγκεντρώνονται οι δεροπολίτισσες κάτω από το φτελιά, κοπέλες, γυναίκες μεσόκοπες και γερόντισσες και αρχίζουν αργά, θρηνητικά να τραγουδούν. Αχολογεί ο κάμπος της Δερόπολης και οι φωνές τους σμίγουν με τα νερά του Δρίνου και χάνονται, σβήνουν... «Χάτε κοπέλες», γράφει ο Ν. Παπαδόπουλος (Δροπλίτικα Α', σελ. 53) «ελάτε τώρα να τραγουδήσετε και σεις, τους κρένουν όλες αντάμα οι γυναίκες. Κι έκατσαν όλες μαζί, κοπέλες και μανάδες, κι άρχισαν το τραγούδι, το παθητικώτερο τραγούδι του τόπου. Η Φτέλιω τόπαιρνε, η Όλγα το γύριζε κι άλλοι το γιόμιζαν. Κι έτσι τώρα φωνές άκακες και γλυκόηχες γιομίζουν τον κάμπο με το τραγούδι της Δεροπολίτισσας: Μωρ' Δεροπολίτισσα, μωρ' καημένη μωρ' Δεροπολίτισσα, ζηλεμένη, βάλ' το φέσι σου στραβά σίντα πας στην εκκλησιά, με λαμπάδες με κεριά και με μοσχοθυμιατά. Και προσκύνα για τ' εμάς, για τ' εμάς τους Χριστιανούς, τι μας πλάκωσ' η Τουρκιά και μας σφάζουν σαν τ' αρνιά... Το τραγούδι είναι φανερό ότι αναφέρεται στους βίαιους εξισλαμισμούς, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Ήταν μια περίοδος που οι κάτοικοι της Δερόπολης αναγκάζονταν να τουρκέψουν, πρώτα από τους Τούρκους της Ανατολής και μετά από τους ντόπιους, που δέχτηκαν τον μουσουλμανισμό και με την ορμή του νεοφώτιστου υποχρέωναν και άλλους να αλλαξοπιστήσουν. Ο Αραβαντινός και ο Σάθας πιστεύουν ότι το τραγούδι αναφέρεται στο κίνημα του 1565 και στις τραγικές συνέπειες που είχε η αποτυχία του. Κατά τους Ν. Παπαδόπουλο και Α. Μαμμόπουλο το τραγούδι χρονικά πρέπει να το τοποθετήσουμε στην περίοδο 1600 με 1700. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές του τραγουδιού, όπως του Αραβαντινού (Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εν Αθήν. 1880, σελ. 250), του Α. Παπακώστα (Εικόνες της Ηπείρου, τ. 2, 1960), του Ν. Πατσέλη (Ηπειρωτικαί Μελέται Β', 1968, σελ. 20). Το τραγούδι δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Αθ. Πετρίδη (Νεοελληνικά Ανάλεκτα Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, Α' 1870, σελ. 74 - 75), με μικρές παραλλαγές από το σημερινό. Ο Πετρίδης συνοδεύει την καταγραφή του τραγουδιού με τα παρακάτω αξιοπρόσεχτα λόγια, από την άποψη ότι βρίσκεται πολύ πιο κοντά χρονικά και ο απόηχος των θλιβερών γεγονότων φτάνει στ' αυτιά του και από προφορικές μαρτυρίες: «Η Δρυϊνούπολις, επαρχία της Ηπείρου καλουμένη σήμερον επαρχία Αργυροκάστρου, υποταχθείσα εις την εξουσίαν των τούρκων, όπως και αι λοιπαί κλασσικαί χώραι, εδοκίμασε πολλά κακά εκ των εχθρών τούτων, οίον σφαγάς, αιχμαλωσίας, πυρκαϊάς κλπ. Ταύτα εκτραγωδούνται περιπαθέστατα, εις το εξής δημώδες άσμα, παρ' ω ζωγραφίζονται αι αιχμαλωσίαι και σφαγαί πλείστων όσων ηπειρωτικών οικογενειών φυσικότατα και αφελέστατα... Αι Δρυϊνουπολίτισσαι φορούσι φέσιον επί της κεφαλής πλήρες νομισμάτων χρυσών και αργυρών, προς δε και φουστανέλλες λευκάς, ώσπερ οι άνδρες, και φαίνονται αληθείς Αμαζόνες». Επίσης μικρές παραλλαγές βρίσκουμε στη δημοσίευση του Ν. Παπαδόπουλου (Η Β. Ήπειρος, Λεύκωμα μαθητριών Αρσακείου Αθηνών, 1960, σελ. 82). Ο Μενέλαος Ζώτος, στην καταγραφή που κάνει στο βιβλίο του που ανάφερα παραπάνω και στο οποίο συμπεριέλαβε ανέκδοτα τραγούδια της Πολύτσιανης, τελειώνει συμπληρωματικά, με τον στίχο: Τα μοσχάρια τ' Αϊ - Βαγιός, μωρ' καημένη. Τα μοσχάρια τ' Αϊ - Βαγιός, ζηλεμένη. Οι πολλές παραλλαγές φανερώνουν την τεράστια απήχηση που είχε το τραγούδι στους καταπιεσμένους κατοίκους της περιοχής. Οι στίχοι του και ο πολυφωνικός θρηνητικός σκοπός του, είναι φωνή «εκ βαθέων», κραυγή ανείπωτου πόνου για την χαμένη πίστη των πατέρων τους, κλάμα και μοιρολόι για τις χαμένες ελπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου