Τα εγχειρίδια των Φυσικών Επιστημών:
Ανορθολογισμός και αποτυχία
Του ΚΩΣΤΑ ΡΑΒΑΝΗ*
Η συγγραφή διδακτικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών είναι στη χώρα μας εξαρχής υπονομευμένη, δεδομένων των απαράδεκτων και ανορθολογικών διαδικασιών επιλογής των συγγραφικών ομάδων. Και αυτό όχι μόνο για λόγους θεσμικής τάξης και διαφάνειας, αλλά κυρίως εξαιτίας της συστηματικής επιλογής ομάδων, οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με ένα τεράστιο πεδίο έρευνας διεθνώς, με αντικείμενο τη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, αλλά συχνά διακηρύσσουν παντοιοτρόπως την αποστροφή τους για τα σχετικά ερευνητικά ευρήματα.
Η δημιουργία διδακτικών εγχειριδίων για τις Φυσικές Επιστήμες, για όλες τις σχολικές βαθμίδες, αποτελεί διαδικασία και προϊόν ενός ειδικού επιστημονικού πεδίου, το οποίο αποκαλούμε διδακτικό μετασχηματισμό. Στο πεδίο αυτό μελετώνται και αξιοποιούνται εξαντλητικά οι διαπιστωμένες από την έρευνα δυσκολίες των παιδιών, οι θεωρητικά προβλεπόμενες δυνατότητές τους, η ανάλυση του παιδαγωγικού πλαισίου και των αναλυτικών προγραμμάτων, η ριζικά ανακατασκευασμένη επιστημονική γνώση για τις εξειδικευμένες ανάγκες της κάθε ηλικίας και σχολικής βαθμίδας, οι λειτουργίες των διαφόρων μορφών γραπτού κειμένου, συμβόλων και εικόνας, οι δραστηριότητες εμπέδωσης και άσκησης των παιδιών.
Οταν όλα αυτά αποτελούν για τους συγγραφείς των εγχειριδίων άγνωστο πλανήτη, χωρίς καμιά αμφιβολία τα βιβλία που δημιουργούν είναι απλώς προϊόντα ενός τυφλού, αδιέξοδου και χωρίς σημεία στήριξης και αναφοράς εμπειρισμού. Ετσι, έχουν όλα τα αμαρτήματα τα οποία η κριτική στο πλαίσιο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών διαπιστώνει διά γυμνού οφθαλμού: επιστημολογική σύγχυση, ανάμιξη μοντέλων χωρίς συνείδηση του προβλήματος και απλοϊκός επαγωγισμός, αμήχανη κονιορτοποίηση των στόχων της διδασκαλίας, αυθαίρετες επιλογές και ακολουθίες διδακτικών ενοτήτων, προσκόλληση στις ίδιες τις Φυσικές Επιστήμες και ταύτισή τους με την απόλυτη αλήθεια, απομάκρυνση από κάθε μεθοδολογικό και πολιτισμικό στοιχείο, αδυναμία διάκρισης και εντοπισμού τού τι ακριβώς είναι «δύσκολο» για τα παιδιά της κάθε ηλικίας, ανεξέλεγκτη χρήση μαθηματικοποίησης, κειμένων και εικονογράφησης.
Δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν ενδημικά στοιχεία στο σύνολο σχεδόν των σχολικών βιβλίων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, καθώς τα διάφορα κέντρα λήψης των εκπαιδευτικών-πολιτικών αποφάσεων στη χώρα μας έχουν στραμμένη την πλάτη στη σχετική επιστημονική έρευνα, αν δεν την έχουν κηρύξει σε αφάνεια. Στραβά αρμενίζουμε. Είναι βέβαιο.
*Καθηγητής Διδακτικής της Φυσικής Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 20/01/200
2 σχόλια:
Nα παρατηρήσω ότι τόσο οι συγγραφείς των εν χρήσει εγχειριδίων φ.ε. των Ε΄& Στ΄ τάξεων δημοτικού, όσο και οι συγγραφείς των δυο προηγούμενων εγχειριδίων φ.ε. για τις ίδιες τάξεις στο πλαίσιο του εναλλακτικού βιβλίου, αλλά και της εν χρήσει Φυσικής Α' ΓΕΛ, είναι στην πλειονότητά τους εκπαιδευτικοί με μεταπτυχιακές σπουδές στη διδακτική των φ.ε. και οι επικεφαλείς των συγγραφικών ομάδων καθηγητές στο ΠΤΔΕ του ΕΚΠΑ! Με άλλα λόγια μήπως αλλού βρίσκεται η κακοδαιμονία;
Όχι, να μη τη ρίξουμε αλλού την κακοδαιμονία. Τουλάχιστον όχι όλη.
Το γεγονός ότι κάποιος έχει σπουδές ή διδακτορικό στη διδακτική, δεν σημαίνει ότι είναι και αυτός που παίρνει αποφάσεις όπως ας πούμε το αν τα βιβλία θα ελέγχονται πρώτα πιλοτικά πριν γίνουν επίσημα.
Εκτός από αυτόν που γράφει ένα σχολικό βιβλίο υπάρχει και αυτός που αποφασίζει το πώς θα γραφτεί.
Δημοσίευση σχολίου