Τότε δίναμε όχι Μάιο, αλλά τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, έτσι το πολύ διάβασμα έπεφτε καλοκαιριάτικα και επειδή υπήρχαν αυτοί οι τρεις επιπλέον μήνες ο πολύς κόσμος άρχιζε τα φροντιστήρια μόλις τελείωνε την 5η Γυμνασίου, όχι από την αρχή της 5ης, που άλλωστε τώρα λέγεται Β’ Λυκείου. Το πρώτο μάθημα δεν ήταν η Έκθεση, όπως τώρα, που είναι κοινό σε όλες τις κατευθύνσεις, τότε άρχιζε η κάθε κατεύθυνση με το δικό της μάθημα, εμείς (δηλαδή ο Πολυτεχνικός-Φυσικομαθηματικός-Γεωπονοδασολογικός Κύκλος, όπως λεγόμασταν) ξεκινήσαμε στις 26 Αυγούστου με Άλγεβρα. Μη νομίζετε ότι η ημερομηνία χαράχτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα: έψαξα και τη βρήκα τώρα σε εφημερίδες της εποχής.
Είχαμε μαζευτεί εκείνο το πρωί έξω από το συγκρότημα των σχολείων στην οδόν Αρτάκης, στη Νέα Σμύρνη και συζητούσαμε σε πηγαδάκια περιμένοντας να μας φωνάξουν μέσα. – Άκουσα πως θα πέσουν συναρτήσεις, είπε ο Γιώργος ο Π. – Στ’ αρχίδια μας! τον έκοψε αγέρωχα ο Λουκάς, ο φροντιστής μας, που είχε έρθει να μας εμψυχώσει, άλλωστε δυο βήματα πιο πέρα ήταν το φροντιστήριό μας. “Ό,τι και να πέσει, θα σκίσουμε!”, δήλωσε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
Πέσανε όντως συναρτήσεις, τα
θέματα μπορείτε να τα βρείτε εδώ, αλλά δεν σκίσαμε. Θυμάμαι πως έχασα ένα ολόκληρο θέμα, και κάτι ψιλά από τα άλλα, οπότε πήγαινα μάξιμουμ για 12-13 με άριστα το 20. Ήτανε όμως άλλες εποχές τότε, οι βάσεις δεν είχαν φτάσει στο Θεό, ένα στραβοπάτημα μπορούσες να το καλύψεις, όχι όπως τώρα που πρέπει να μαζέψεις 19.000 μόρια, οπότε με ένα 13/20 βγαίνεις και μαθηματικά απ’ το παιχνίδι. Κι έτσι δεν έχασα ολότελα τις ελπίδες μου.
Ούτε οι άλλοι δυο που κάναμε μαζί φροντιστήριο γράψαν καλά Άλγεβρα -και είχαμε ν’ ακούμε και τη γκρίνια του Λουκά, να μας μαλώνει που τον κάναμε ρεζίλι. Διότι ξέχασα να πω ότι με δυο φίλους και συμμαθητές είχαμε διαλέξει να μην πάμε στα μεγάλα φροντιστήρια του κέντρου (ο Ηράκλειτος ήταν τότε ονομαστός), αλλά σε ένα συνοικιακό, που είχε καλό όνομα -κι έτσι κάναμε ένα μικρό γκρουπάκι, τρία άτομα, και εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στον Λουκά.
Γιατί ο Λουκάς τα έκανε ο ίδιος όλα τα μαθήματα, Άλγεβρα, Γεωμετρία-Τριγωνομετρία, Φυσική και Χημεία. Οι φίλοι μας που πήγαιναν σε συμβατικά φροντιστήρια παραξενεύονταν πώς είναι δυνατόν ο ίδιος καθηγητής να τα διδάσκει όλα, αλλά το αυτί του Λουκά δεν ίδρωνε, τα κατάφερνε μια χαρά. Μάλιστα, τον πρώτο καιρό είχε επιχειρήσει να μας κάνει και Έκθεση, αλλά ύστερα από ένα επεισοδιακό πρώτο μάθημα του ζητήσαμε να μας φέρει κανονικό φιλόλογο, γιατί παρόλο που μας άρεσαν τα αποφθέγματά του (“Επιστήμη με συμφέροντα, ρε αρουραίοι, δεν είναι επιστήμη, είναι καφενείο”) σκεφτήκαμε πως δεν θα άρεσαν στους βαθμολογητές. “Από Σεπτέμβρη θα φέρω φιλόλογο”, μας υποσχέθηκε. Αλλά για να φέρει φιλόλογο έπρεπε να τον πληρώνει, οπότε η υπόσχεση ανανεώθηκε για τα Χριστούγεννα, μετά για το Πάσχα, και μπήκε το καλοκαίρι και έκθεση δεν είχαμε κάνει. Βέβαια εκθέσεις γράφαμε στο σχολείο, και τότε η έκθεση ήταν σκέτη έκθεση ιδεών, όχι όπως τώρα που έχει περιλήψεις και αναλύσεις κειμένων, οπότε δεν ανησυχούσαμε και πολύ.
Τελικά ο πολυπόθητος φιλόλογος ήρθε μέσα στον Αύγουστο, μας έκανε ένα μάθημα, μας έδωσε πέντε θέματα αναπτυγμένα από τον ίδιο, και μετά συζητήσαμε το θέμα “Η αμφιβολία οδηγεί στη γνώση ή η γνώση στην αμφιβολία;” που είχε πέσει σε εξετάσεις δυο χρόνια νωρίτερα. Τυχεροί ήμασταν, γιατί στη δική μας τη χρονιά έπεσε θέμα παρεμφερές. Τον ακριβή τίτλο τον είχα ξεχάσει, αλλά κοιτάζω τώρα στην εφημερίδα και βλέπω πως ήταν: “Η αμφιβολία χωρίς προκατάληψη και η δημιουργική απορία ως προϋποθέσεις κάθε επιστήμης”. «Παλουκάκι», ήταν η ετυμηγορία τότε, αλλά έγραψα καλούτσικα, το ίδιο και οι άλλοι δυο της παρέας.
Η Έκθεση ήταν το δεύτερο μάθημα που δώσαμε, στις 29 Αυγούστου. Μετά, στις 31 Αυγούστου, γράψαμε Γεωμετρία-Τριγωνομετρία. Εκεί δεν ήταν τόσο δύσκολα τα θέματα όσο στην Άλγεβρα, αλλά ήταν πολλά, με αποτέλεσμα να τελειώσω την τελευταία στιγμή -με τη σημαία έτοιμη να πέσει, θα λέγαμε στο σκάκι. Ο επιτηρητής ήρθε από πάνω μου για να μου πάρει την κόλλα ενώ τελείωνα την τελευταία απόδειξη, με το ένα χέρι έσπρωχνα το δικό του και με το άλλο έγραφα τα τελευταία σύμβολα. Τελικά παρά την πίεση χρόνου δεν έκανα κανένα λάθος, κι έτσι ανέβηκε και η ψυχολογία μου, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Μετά, τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου, γράψαμε Χημεία, που ήταν το καλό μου μάθημα. Εκεί τα πήγα καλά. Στο μάθημα αυτό ξέσπασε κι ένα μικροσκάνδαλο, όταν σε ένα εξεταστικό κέντρο σχετικά κοντά μας, στη Δάφνη, έπιασαν έναν υποψήφιο που έπαιρνε τις λύσεις των θεμάτων με ασύρματο, όπως του τις υπαγόρευαν φίλοι του. Είχε ολόκληρη εγκατάσταση με δέκτη και καλώδια που τη φορούσε κατάσαρκα, και ένα ακουστικό στο αυτί. Ήταν και μεγάλος, 22 χρονών.
Τελευταίο μάθημα, στις 7 Σεπτεμβρίου, η Φυσική. Εκεί οι θεματοθέτες θέλησαν να πρωτοτυπήσουν, κι έβαλαν ένα θέμα εντελώς έξω από τα καθιερωμένα. Το μισοθυμόμουν έτσι κι αλλιώς, αλλά το αντιγράφω αυτολεξεί όπως το βρίσκω στην εφημερίδα. “Τι καλείται μάζα και τι βάρος ενός σώματος; Αν σας ζητούσαν να μετρήσετε τη μάζα και το βάρος ενός σώματος στον πλανήτη Άρη, ποια όργανα θα χρησιμοποιούσατε αντίστοιχα; Αν γνωρίζετε τη μάζα ενός σώματος και την παγκόσμια σταθερά έλξεως, ποια είναι τα υπόλοιπα στοιχεία του πλανήτη Άρη που πρέπει να γνωρίζετε για να υπολογίσετε το βάρος του σώματος στην επιφάνεια του πλανήτη; (Σημ.: Ο πλανήτης Άρης να θεωρηθεί σφαιρικός).” Ποτέ δεν ήμουν καλός να βρίσκω τη λύση στο φτερό χωρίς να την έχω έτοιμη από τα πριν (“πάνω στη σκακιέρα”, θα έλεγα τότε, που έπαιζα και σκάκι), αλλά εδώ μου ήρθε μια καλή ιδέα, που δεν τη θυμάμαι βέβαια τώρα, κι έτσι κάτι σωστό έγραψα, που το επαλήθευσα και την άλλη μέρα από τις εφημερίδες.
Τότε δηλώναμε τις σχολές της επιλογής μας στο μηχανογραφικό από τα πριν, και στον δικό μας κλάδο η τελευταία σχολή ήταν οι Δασολόγοι Θεσσαλονίκης (αν θυμάμαι καλά, στην Αθήνα δεν είχε Δασολόγους), οπότε συχνά άκουγες στις κουβέντες μας “έστω και Δασολόγος Θεσσαλονίκης”. Όσοι έδιναν και ΚΑΤΕΕ (τα αντίστοιχα των ΤΕΙ) είχαν το αντίστοιχο κάτω όριο, Μηχανικών Αυτοκινήτων Κοζάνης. Όταν όμως βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα περάσει στην πρώτη σχολή που ήθελα, με το μαγικό νούμερο 187, μαγικό επειδή ισοβάθμησα στην τελευταία θέση με άλλους 15 κι έτσι από 35 εισακτέους περάσαμε 50 (και αποφοιτήσαμε 200, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Το άριστα ήταν 220, δηλαδή 40 σε κάθε μάθημα και 20 το απολυτήριο Γυμνασίου, 5×40+20. Εγώ είχα 18 στο απολυτήριο, άρα έπιασα 169 μονάδες στα μαθήματα. Στην Άλγεβρα, που ήταν το Βατερλό μου, πήρα τελικά 26, το μέγιστο που έλπιζα. Στην Έκθεση 32, που μου είχε φανεί πολύ καλό τότε, και μετά 37-38-39 αντίστοιχα σε Φυσική, Γεωμετρία και Χημεία. Και οι άλλοι δυο φίλοι μου πέρασαν στην πρώτη και τη δεύτερη επιλογή τους, στο Μετσόβιο, οπότε ο Λουκάς, συνολικά, βγήκε ασπροπρόσωπος και πίναμε νερό στ’ όνομά του.
Το να συγκρίνεις το παρελθόν με το παρόν και να βρίσκεις το παρελθόν καλύτερο, είναι ένδειξη πως έχεις γεράσει, αλλά εμένα το εξεταστικό σύστημα που είχαμε τότε μου φαίνεται καλύτερο, γιατί δεν υπήρχε ο πληθωρισμός των βάσεων, που έχει οδηγήσει τις περιζήτητες σχολές σε στρατοσφαιρικά ύψη -γιατί, όταν η βάση έχει φτάσει σε μέσον όρο 19,5 μου φαίνεται αδύνατο να ξεχωρίζουν οι υποψήφιοι με βάση την αξία τους -για να γίνει αυτό χρειάζονται πιο αδρές γραμμές, δεν βολεύουν τα μιλιγκράμ. Εκτός αυτού, όπως ήδη είπα, με το σημερινό επίπεδο των βάσεων δεν συγχωρείται το στραβοπάτημα -ενώ στην εποχή μου, όπως είδαμε, μπορούσε κανείς να περάσει στη σχολή με την ψηλότερη βάση ακόμα κι αν τα είχε κάνει μούσκεμα σε ένα μάθημα (όχι και εντελώς μούσκεμα πάντως).
Θυμάμαι πως όταν άλλαξε το σύστημα, δυο-τρία χρόνια μετά πρέπει να ήταν, γύρω στο 1979-80, είχα στομφωδώς προβλέψει ένα σωρό δεινά για την εκπαίδευση και για τη χώρα, και ακόμα και σήμερα, αν κάποιος μου πει ότι η παιδεία άρχισε να παρακμάζει από το 1982 επειδή καθιερώθηκε το μονοτονικό ή από το 1976 επειδή καθιερώθηκε η δημοτική, μπορεί να απαντήσω ότι η αληθινή υδροκριτική γραμμή είναι πριν και μετά τη θέσπιση των Πανελλήνιων εξετάσεων. Χαζομάρα βέβαια, αφού τα φαινόμενα αυτά δεν εξαρτώνται από έναν μόνο παράγοντα, αλλά εκείνοι άρχισαν πρώτοι.
Όσο για τα παιδιά που δίνουν, είτε αύριο είτε όποτε αρχίσουν οι εξετάσεις, καλή τους επιτυχία -τα δύσκολα αρχίζουν μετά.