Εισαγωγή στο μάθημα των Γαλλικών
(A Paris) του Χριστόφορου Μηλιώνη
Η Δασκάλα λέει:
-- Ας σταθούμε εδώ στη γέφυρα Pont – Neuf κι ας διαβάσουμε
λίγες γραμμές του Ανατόλ Φράνς:
« Απ΄ το παράθυρό μου κοιτάζω τον ορίζοντα, που απλώνεται
στ΄ αριστερά μου, ως τους λόφους του Σαγιώ, και μ΄αφήνει να διακρίνω την Αψίδα
του Θριάμβου, σαν πέτρινο κύβο, τον ξακουστό Σηκουάνα μ ετα γεφύρια του, τις
φλαμουριές στον κήπο του Κεραμικού, το Λούβρο – ένα σκαλιστό στολίδι της
αναγέννησης. Δεξιά, απ΄ τη μεριά του Pont - Neuf το παλιό και σεβαστό Παρίσι με
τους πύργους και τους ανεμοδείχτες του, - όλα αυτά είναι η ζωή μου … »
Είναι μια μικροκαμωμένη κοπέλα, με μαλλιά που έχουν το χρώμα
του στιλβωμένου ξύλου καρυδιάς και πέφτουν χυτά πάνω στους ώμους της. Φοράει
μπλούζα πορτοκαλιά και καφετιά σκωτζέτζικη φούστα. Στέκεται όρθια πάνω στο
σκονισμένο βάθρο της έδρας και διαβάζει Ανατόλ Φράνς:
« Οι μπουκονίστ ταχτοποιούν τα κουτιά τους στο στηθαίο του
ποταμού – αυτοί οι γενναίοι έμποροι του πνεύματος… »
Ύστερα αφήνει το βιβλίο στην έδρα. Η αίθουσα είναι
στενόμακρη με τρεις σειρές θρανία, όπου κάθονται οι μαθητές, δυο – δυο , σε
κάθε θρανίο.
«Καθώς διαβαίνουμε τη γέφυρα, λέει η δασκάλα, ρίχνομε μια
ματιά στο ποτάμι. Σε μια τέτοια στιγμή ο ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ έγραψε τους
στίχους:
Sous le
Pont Mirabeau
Coule la Seine
όπου το αέναο κύλισμα του χρόνου παραβάλλεται με το κύλισμα
του ποταμού. Απέναντί μας είναι η Notre - Dame
Στον τοίχο που είναι ακριβώς απέναντι απ΄ την έδρα κρέμεται
μια μεγάλη φωτογραφία σε φτηνή κορνίζα. Η φωτογραφία εικονίζει έναν άντρα με
φουσκωμένο μέτωπο και χείλη λεπτά, σφιγμένα κάτω από το ψαλιδισμένο τριγωνικό
μουστάκι. Τα μάτια του βγαίνουν έξω από τις κόγχες και το βλέμμα τους έρχεται
ολόισια και καρφώνεται στην έδρα.
Ανάμεσα στην έδρα και στον δεξιό τοίχο, τον
μόνο που έχει παράθυρα, κάθεται ο Επιθεωρητής σε μια παλιά καρέκλα. Πάνω στα
γόνατά του έχει ένα μπλοκ ανοιχτό και κρατάει σημειώσεις.
«Ακριβώς απέναντί μας, λέει η δασκάλα, είναι η Notre – Dame
το περίφημο γοτθικό μνημείο του Μεσαίωνα, που ο Βίκτωρ Ουγκώ το γέμισε με τα
φαντάσματα του: τον κακό Φρολλό, τον παραμορφωμένο Κουασιμόντο και την όμορφη
Εσμεράλδα»
Ο Επιθεωρητής σηκώνει το βλέμμα από το μπλοκ, που είναι
ανοιχτό στα γόνατά του, και το αποθέτει βαρύ πάνω στη δασκάλα, που στέκεται
όρθια στο βάθρο της έδρας και μιλάει. Μια κοπέλα μικροκαμωμένη. Φοράει μπλούζα
πορτοκαλιά και καφετιά σκωτζέζικη φούστα. Τα μαλλιά της έχουν το χρώμα
στιλβωμένου ξύλου καρυδιάς και πέφτουν χυτά στους ώμους της. Ύστερα το περνάει
πάνω από τα κεφάλια των μαθητών που κάθονται που κάθονται σε τρεις σειρές
θρανία, και το στυλώνει για λίγο στη μεγάλη φωτογραφία, που κρέμεται στον
αντικρινό τοίχο και εικονίζει έναν άντρα με φουσκωμένο μέτωπο και χείλη λεπτά,
σφιγμένα κάτω από το τριγωνικό ψαλιδισμένο μουστάκι.
Στο δεξιό τοίχο είναι τρία
μεγάλα παράθυρα χωρίς κουρτίνες με σκονισμένα τζάμια.
Τα κάτω τζάμια, όπως
δείχνουν κάποια υπολείμματα που σχηματίζουν ακανόνιστα περιθώρια, ήταν βαμμένα
με γαλάκτωμα, αλλά η μπογιά έχει φύγει και μονάχα ένα απόμεινε βαμμένο, στο
πρώτο παράθυρο προς την έδρα. Αλλά κι αυτό στο κέντρο έχει μια μεγάλη τρύπα,
όπου το ΄χουν ξύσει με ξυράφι ή μαχαιράκι.
Ο Επιθεωρητής σηκώνεται. Είναι ογκώδης και το δεξί του πόδι
πρέπει να ΄χει πάθει αγκύλωση, γιατί διαγράφει πλάγια έναν ολόκληρο κύκλο, για
να ΄ ρθει μπροστά και να προωθήσει κατά ένα βήμα τον όγκο του. Ύστερα ένα βήμα
με το γερό πόδι και ξανά ένας κύκλος με το δεξί, κι ο Επιθεωρητής φτάνει
ακριβώς μπροστά στο πρώτο παράθυρο. Απ’ τη μέση και πάνω το κορμί του είναι
γεροδεμένο με μεγάλο τετράγωνο κεφάλι, που στηρίζεται σε χοντρό σβέρκο,
κουρεμένον ψηλά και καθαρισμένον στη βάση με ξυράφι.
Από τα σκονισμένα τζάμια
διακρίνεται το πίσω μέρος ενός παλιού σπιτιού, πολύ κοντά, μ’ ένα μικρό ξύλινο
παράπηγμα, που θα πρέπει να χρησιμεύει για κουζίνα ή πλυσταριό.
Μια γυναίκα μ’
ανασκουμπωμένα τα μανίκια του φουστανιού και με ποδιά, που τη μια της άκρη την
έχει σκαλωμένη στη ζώνη, βγαίνει από το παράπηγμα και στέκεται στη βάση μιας
ξύλινης
χαρβαλωμένης σκάλας, που η κορφή της δε φαίνεται, γιατί την κόβει το
άνω μέρος του παραθυριού.
« Δεξιά μας, λέει η δασκάλα, είναι το Καρτιέ Λατέν».
Η γυναίκα σκύβει το κεφάλι της κι αδειάζει λίγο-λίγο στο
έδαφος ένα μικρό μεταλλικό σκεύος, καπνισμένο, που μοιάζει με τηγάνι χωρίς
ουρά. Πρέπει να ταΐζει κάποια γάτα ή τις όρνιθες – δεν μπορεί κανείς να ιδεί,
γιατί το έδαφος είναι πιο χαμηλά. Εξάλλου και τα πόδια της γυναίκας δε
φαίνονται παρά μονάχα ως τις γυμνές της γάμπες.
«Δεξιά μας, λέει η δασκάλα, είναι το Καρτιέ Λατέν, η
φημισμένη πανεπιστημιακή συνοικία με τη Σορβόννη και τα δυο βουλεβάρτα: το Σαιν
– Μισέλ και το Σαιν – Ζερμαίν ντε Πρε, που είναι πάντα γεμάτα από φοιτητές,
διανοούμενους και καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο. Μπορούμε να πούμε πως εδώ
βρίσκεται το κεφάλι κι η καρδιά της Ευρώπης. Από εδώ ξεκινούν τα μεγάλα
πνευματικά κινήματα κι από εδώ πηγάζουν τα καλλιτεχνικά ρεύματα κι απλώνονται
ύστερα σ΄όλο τον κόσμο … »
Ο Επιθεωρητής στρέφει το κορμί του και κάνει ένα βήμα με το
γερό του πόδι. Ύστερα με το δεξί διαγράφει πλάγια έναν ολόκληρο κύκλο, για να
το φέρει μπροστά, κάνει ξανά ένα βήμα με το γερό και φτάνει έτσι στην παλιά
καρέκλα. Κοιτάζει τη δασκάλα που στέκεται δίπλα του, όρθια στο σκονισμένο βάθρο
της, με το βλέμμα της στυλωμένο στη μεγάλη φωτογραφία με τη φτηνή κορνίζα.
Η
φωτογραφία εικονίζει έναν άντρα με φουσκωμένο μέτωπο, με χείλη λεπτά, σφιγμένα
κάτω απ΄ το τριγωνικό ψαλιδισμένο μουστάκι. Τα μάτια του βγαίνουν έξω από τις
κόγχες και το βλέμμα τους έρχεται ολόισια και καρφώνεται στην έδρα. Ο αριστερός
τοίχος είναι εντελώς γυμνός, λερωμένος στο κάτω μέρος απ’ τους αγκώνες των
παιδιών, που κάθονται δίπλα, το ίδιο και ο δεξιός, κάτω απ΄ τα τρία παράθυρα,
άπ΄ όπου φαίνεται το πίσω μέρος ενός παλιού σπιτιού, με μια ξύλινη χαρβαλωμένη
σκάλα κι ένα μικρό παράπηγμα, που πρέπει να χρησιμεύει για κουζίνα ή πλυσταριό.
Η δασκάλα λέει:
«Στ’ αριστερά μας, λέει ο Ανατόλ Φράνς, απλώνεται ο
ορίζοντας ως τους λόφους του Σαγιώ, με τον πέτρινο κύβο της Αψίδας του
Θριάβμου, τις φλαμουριές του Κεραμικού και το Λούβρο – ένα στολίδι σκαλιστό της
Αναγέννησης -. Όλα αυτά είναι η ζωή μου »
Ο Επιθεωρητής κρατάει σημειώσεις σ΄ ένα μπλοκ ανοιχτό πάνω
στα γόνατά του.
---------------------------------------------------
O Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου το
1932.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση (καθηγητής σε
σχολεία της Ελλάδος και της Κύπρου, Διευθυντής Λυκείου, Σχολικός Σύμβουλος)
Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά και
με την εφημερίδα Τα Νέα ως επιφυλλιδογράφος.
Έχει εκδώσει βιβλία
με διηγήματα:(Παραφωνία, Το πουκάμισο του Κενταύρου, Τα
διηγήματα της δοκιμασίας, Καλαμάς και Αχέροντας, Χειριστής ανελκυστήρος, Τα
φαντάσματα του Γιόρκ, Μια χαμένη γεύση)
Πεζογραφήματα: Το μικρό είναι όμορφο
Νουβέλες:Ακροκεραύνια
Μυθιστορήματα: Δυτική Συνοικία, Ο Σιλβέστρος
Δοκίμια: Υποθέσεις, Με το νήμα της Αριάδνης, Σημαδιακός και
αταίριαστος
Βιβλία του μεταφράστηκαν στα ρωσικά, γερμανικά, αγγλικά, και
ιταλικά.
Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά, στα
ρωσικά, γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά, ουγγαρέζικα και ολλανδικά.
……………………………….
2 σχόλια:
Σχόλιο 1
Ωραίο διήγημα, ζωντανή εικόνα!:)
Τι μάστιγα κι αυτοί οι επιθεωρητές... Ευτυχώς που
καταργήθηκαν.
Υπάρχει κι ένα ανέκδοτο για ένα δάσκαλο κι έναν επιθεωρητή,
που ανήκαν σε διαφορετικά κόμματα:
Ο επιθεωρητής μπαίνει στην τάξη την ώρα που ο δάσκαλος
μαθαίνει στα παιδιά τι εστί κόμμα (το σημείο στίξης) και γράφει δυο φράσεις
στον πίνακα και μετά ζητά από τους μαθητές να τις διαβάσουν και να πουν το
νόημα. Αυτές:
«Ο δάσκαλος, είπε ο επιθεωρητής, είναι γαϊδούρι»
«Ο δάσκαλος είπε, ο επιθεωρητής είναι γαϊδούρι»
Είδατε παιδιά μου, τι κάνουν τα κόμματα;
...κόκκαλο ο επιθεωρητής!..
………………………………….
Σχόλιο 2
Θάλεγα αντιπαραβάλλει το σκοτεινό κλίμα της εποχής 1967-1974
με το ελεύθερο κλίμα του Παρισιού.
Μάταια η δασκάλα προσπαθεί να μεταφέρει μόνο με το λόγο της
το ανήσυχο ελεύθερο κλίμα της Γαλλίας.
Στην αίθουσα επικρατεί κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, όταν
μάλιστα έχεις φοιτήσει σ΄ αυτές τις ίδιες αίθουσες που περιγράφει ο Χ.Μ.
Τώρα μου άνοιξες την όρεξη για ένα ανέκδοτο με απιθεωρητή
(το αφήνω αδιόρθωτο, για να φέρνει λίγο προς Χατζηχρήστο) και δασκάλους.
Πάει λοιπόν ένας απιθεωρητής τη δεκαετία 1950-60 σε ένα
χωριό να επιθεωρήσει ένα δάσκαλο, και ρωτώντας τους μαθητές τριες να σχηματίσει
εικόνα για το τι έγινε όλη τη χρονιά.
Ρωτάει σε κάπως έντονο ύφος τον μαθητή που κάθοταν στο πρώτο
θρανίο --Ποιός έκλεψε τα μήλα των Εσπερίδων;
Ο μαθητής τρόμαξε, βαρυάκουσε και απαντά --Δεν έχουμε στο
χωριό μας κανένα Εσπερίδη, αλλά δεν έκλεψα τίποτε εγώ!
Πάνω εκεί επεμβαίνει ο δάσκαλος και λέει: Αποκλείεται κε
Επιθεωρητά να έχει κλέψει κάτι ο μθητής γιατί είναι από καλή οικογένεια,
εξάλλου έχουν δικό τους κτήμα με μηλιές.
Ο απιθεωρητής απτόητος συνεχίζει στην επόμενη μαθήτρια και καπως πιο έντονα
ξαναρωτάει --Ποιός έκλεψε τα μηλα των Εσπερίδων. Κάτι απάντησε η μαθήτρια ότι
ιδέα δεν έχει, γιατί πιο πολύ αγαπάει τα πορτοκάλια.
Το σκηνικό συνεχίστηκε με αρκετούς μαθητές. Ο δάσκαλος έδινε
για όλους άλλοθι, η μαθήτρια κόρη του παπά, ο άλλος μαθητή γιός του πρόεδρου, η
άλλη μαθήτρια δική του κόρη, ώσπου σε μια στιγμή λέει
Κε επιθεωρητά, πόσο τέλος πάντων κανουν αυτά τα μήλα να τα
πληρώσω εγώ, να συνεχίσουμε
Ο επιθεωρητής συνοφρυώθηκε, κάτι μούγκρισε σαν να έλεγε θα
σε κανονίσω δάσκαλε
Μόλις έφτασε την άλλη μέρα στο γραφείο του απευθύννθηκε στο
Υπουργείο της Παιδείας όπου περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τι συνέβη
"Δεν έφτανε που κανείς μαθητής δεν γνώριζε ΄τον κλέφτη των μήλων των
Εσπερίδων, αλλά πρωτοφανές ούτε ο δάσκαλος Αγάθων Περασώρας γνώριζε τον κλέφτη.
Γι' αυτό προτείνω να τον να τον...να τον...κλπ
Πέρασαν μήνες και καιροί, ώσπου μια μέρα ερχεται η απάντηση
από το Υπουργείο, το οποίο αφού ευχαριστούσε τον κον Επιθεωρητή για τον ζήλο
του ευγενικά κατέληγε ως εξής: Κε επιθεωρητά παραμείνετε στο ύψος του
λειτουργήματός σας, και μην επεμβαίνετα σε άλλες υπηρεσίες. Το ποιός έκλεψε τα
μήλα είναι δουλειά του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και κυρίως της Βασιλικής
Αγροφυλακής....