Ένα κείμενο του Στέργιου Ναστόπουλου, για τους συνάδελφους του 8ου που θα κατεβούν στη στάση "Σεπτέμβρης του δέκα".
Στη φωτογραφία, κυκλάμινα, διώχνες τα λένε στο Ζαγόρι, γιατί όταν έβγαιναν νωρίς το Φθινόπωρο έφευγαν οι τότε "οικονομικοί μετανάστες" του Ζαγοριού για τη Ρουμανία, την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, την Αθήνα, τα ξένα και την ξενητειά.
Ήταν περίεργη αυτή η βδομάδα που πέρασε στο σχολείο. Αρχή της σχολικής χρονιάς κι όμως κάτι έλειπε. Η δροσερή ατμόσφαιρα του Σεπτέμβρη με τα πρωτοβρόχια, τώρα που στην Ελλάδα η φύση ξαναπρασινίζει πριν τον τελικό της ύπνο, παράξενο αυτό, κι ας λένε τα σχολικά βιβλία ότι το φθινόπωρο είναι ο προθάλαμος του χειμώνα, αυτό σ’ άλλες χώρες, είχε κάτι το πυρετώδες, το θερμό, το βαρύ, το βαρύθυμο, το πένθιμο. Ναι, ξαναβρεθήκαμε την πρώτη του μηνός και πάλι: Ο Παύλος, ο Τέλης, η Δήμητρα, η Αγγέλα, η Ευγενία…
Και κάποιοι άλλοι που έλειπαν προσωρινά ξανάρθαν. Είπαμε τα «Καλή Χρονιά», «Με υγεία», τα γνωστά, τα καθιερωμένα από χρόνια, ακόμα και το γνωστό γλυκό «επί της ενάρξει» του σχολικού έτους φάγαμε.
Ναι, τα έθιμα τα τηρήσαμε. Κι όμως. Αυτό κράτησε για μια στιγμή.
Μετά τα νέα: «Φεύγω…». «Κι εσύ;» «Ναι, το αποφάσισα, δεν γίνεται, δεν πάει άλλο». «Γιατί;» «Ξέρεις, Να.» Και να σου απαριθμούν τα προβλήματα, τις ανησυχίες. Και προπάντων να εκδηλώνουν το ΦΟΒΟ, την ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ… «Μήπως έρθει κι άλλο;» «Φοβάμαι ότι…». Ναι, έχουν δίκιο. Κι εσύ φοβάσαι. Όλοι φοβούνται. (Μόνο κάποιοι νεαροί καθηγητές χαμογελάνε συγκαταβατικά: «Εμείς τι να πούμε;»). «Ξέρεις την έριξα και τη δεύτερη αίτηση». «Μα, γιατί τόσο νωρίς, εμάς τους παλιούς δεν μας πειράζουν;» «Κι αν χαθεί το εφάπαξ; Τόσα χρόνια, τόσος κόπος;» «Μα, έχεις κάποια χρόνια ακόμα». «Τίποτα δεν έχω», η τελική απάντηση με πίκρα. Σιωπή… Τι άλλο να τους πεις; «Εγώ, μ’ αυτή την κατάσταση, βαρέθηκα, κουράστηκα».
Ξέρω, δεν είναι από τη δουλειά, δεν είναι δα και τόσο «γέροι». Ξέρουμε καλά τι φταίει. Μάλλον όλοι το ξέρουμε. Ναι, έτσι είναι. Βάζεις τα πράγματα κάτω, σκέφτεσαι, ξανασκέφτεσαι, ξενυχτάς ίσως, συζητάς με τον/την σύντροφο, με το συνάδελφο, ρωτάς, ξαναρωτάς, ώρες αγωνίας, καμιά φορά αφόρητης, και αποφασίζεις. Κάπως έτσι γίνεται. Σε όλους.
Τέρμα πια τα όνειρα στην Εκπαίδευση. Όχι, δεν έχεις μέλλον εκεί πια.
Τι περιμένεις πια; Προσπαθείς να βρεις τρόπους να ξεφύγεις από το αδιέξοδο, να ονειρευτείς ξανά, ίσως. Στην πραγματικότητα ξέρεις ότι παροπλίζεσαι. Πρόωρα. Κλείνεσαι στο καβούκι σου πια. Το ατομικό πάνω από το συλλογικό.
Τι θα κάνεις από δω και πέρα; Ξέρω. Τους βλέπεις στην Πλατεία. Να περπατάνε αργά, συνήθως αργά. Δυο-δυο ή τρεις-τρεις καμιά φορά. Καφέ σε κάποια καφετέρια. Χαρτάκι σε κάποιο καφενείο. Ή να ξεκοκαλίζουν μια εφημερίδα, ώρες ατέλειωτες. Μάτια αδρανή, σβησμένα. Κι όμως κάποτε…
Όχι, ο Παύλος δεν ήξερε ότι στις 13 Μαΐου 2010, τότε που έκανε μάθημα με το Β’τάδε τμήμα, όταν έγραφε τον τελευταίο του τύπο στον πίνακα και χτυπούσε το κουδούνι ότι αυτός θα ήταν ο τελευταίος που θα έγραφε σε πίνακα στη ζωή του. Τα ωραία γράμματα του Παύλου, που πάντα θαύμαζα. «Παιδιά, τελειώσαμε για φέτος. Στις εξετάσεις θα έχετε….». Όχι, δεν είπε «Παιδιά, τελειώσαμε μαζί». Οριστικά. Δεν το ήξερε αυτό ακόμα, δεν το είχε σκεφτεί.
Και στο διάλειμμα μας μιλούσε για τον αγαπημένο του μαθηματικό, τον Galois, την κoρδέλα του Moebius και για το πόσες διαστάσεις είχε το Σύμπαν τον καιρό του Big Bang.
Και μετά με την Νίκη θα μας έλεγε ένα ανέκδοτο, να γελάμε με τις ώρες.
Όχι, η Δήμητρα, η αυστηρή και θεολογίζουσα, δεν θα ξαναφέρει φέτος το καλό της τραπεζομάντιλο να σκεπάσουμε το θρανίο στον αγιασμό φέτος. Ποτέ ξανά δεν θα το ξαναφέρει. Να βρούμε άλλο.
Ο γερόλυκος Τέλης δεν θα ξανακάνει το αγχωμένο του τσιγάρο (υπό διωγμόν, «κόψτο το ρημάδι, Τέλη», κρυφά), μήτε θα μας μιλήσει για την εποχή που ήταν μαθητής στο χωριό, πόση φτώχια μας έδερνε τότε. Πάει κι αυτό.
Η Αγγέλα, αεικίνητη πάντα, δεν θα με ξαναρωτήσει πια «Θα προτείνεις κανένα πρόγραμμα φέτος; Να σπάσουμε τη ρουτίνα».
Η Ευγενία δεν θα φλυαρήσει στο διάλειμμα για χίλια δυο, από το ποιος έχει ομορφότερο χωριό, μέχρι τα προβλήματα των παιδιών στην εφηβική ή μετέπειτα ηλικία. Ούτε πια θα κάνουμε την καθημερινή μας ανάλυση των γεγονότων, και ειδικά για την εκπαιδευτική πραγματικότητα, πρωί-πρωί με την τσίμπλα στο μάτι- πού την βρίσκουν την όρεξη;- και θα τσακωθούμε, κι έντονα καμιά φορά, για να συμφωνήσουμε απογοητευμένοι από την καθημερινή μας ζούγκλα στο τέλος. Ή, να πειράξουμε ο ένας τον άλλον, στο δρόμο για την τάξη.
Και γυρίζω ακόμα πιο παλιά: Όταν «κάναμε έφοδο προς τον ουρανό», καθηγητές σε απεργίες διαρκείας, για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, μόνο που στην πραγματικότητα απεργούσαμε για να δηλώσουμε ότι είμαστε παρόντες, ότι νοιαζόμαστε, ότι είμαστε (ακόμα) πολίτες. Ανήκαμε στην λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», βέβαια, όλοι τότε.
Να παλέψουμε και να ονειρευτούμε, ο καθένας το δικό του όνειρο. Τότε, θυμάστε, συνάδελφοι, που καθόμαστε μέχρι ντάλα καλοκαίρι,, επιστρατευμένοι, άεργοι, και οργανώναμε ενδοσχολική αυτό-επιμόρφωση, μόνοι μας, μεταξύ μας, ο καθένας να μάθει απ’ αυτά που ξέρει ο άλλος, τέτοια τρέλα, μου φαίνεται αδιανόητο στους σημερινούς καθηγητές.
Τότε που σπάζαμε τον τοίχο της αίθουσας του άλλου. Κι άλλα: «Θα μας βγει καλή σχολική γιορτή; Τι θα κάνουμε με τη μουσική, είναι γραμμένη καλά η κασέτα;» Πού πήγαν όλ’ αυτά; Έγιναν μνημόνιο και δηλώσεις Υπουργών; Προσλάβαμε τόσους, θα προσλάβουμε τόσους. Δεν υπάρχουν προβλήματα, κλπ. Αλίμονο στον Υπουργό Παιδείας, που μιλάει με και για αριθμούς εκπαιδευτικών, σαν να ‘ναι φασόλια.
Ξέρεις τον Παύλο, την Ευγενία, τον Τέλη, κ. Υπουργέ μου;
Έχεις ποτέ συζητήσει μαζί τους; Δεν μπορείς να τους μάθεις; Κακώς.
Εσύ χάνεις, Γιατί τότε θα γινόσουν καλύτερος Υπουργός. Μπορείς, αντί να συμμετάσχεις στον «Πρωινό καφέ» μιας σύσκεψης να συμμετάσχεις χωρίς τα γαλόνια σου στον «Πρωινό καφέ» ενός σχολείου; Αν δεν μπορείς, εσύ χάνεις. Γιατί θα ήξερες πολύ περισσότερα.
Χαθήκαν ολ’ αυτά μέσα σε μιαν απλή αίτηση παραίτησης. Και έτσι κάποιοι (καλοί) εκπαιδευτικοί πήραν το δρόμο για τα αζήτητα. Ευδοκίμως περατώσαντες; Όχι βέβαια. ΚΑΚΗΝ ΚΑΚΩΣ.
Γεια σου, Παύλο, Τέλη, Ευγενία, Δήμητρα, Αγγέλα. Κι άλλοι πολλοί.
Φίλοι και συνάδελφοι. Κάποτε οι δρόμοι μας θα διασταυρωθούνε πάλι. Πώς; Ζωή ειν’ αυτή. Ποτέ δεν ξέρεις. Αν όχι σε κάποια σχολική τάξη, σίγουρα όμως στο παράδεισο των Εκπαιδευτικών, εκεί που οι Υπουργοί γνωρίζουν όλους, μα όλους τους Εκπαιδευτικούς με τα ονόματά τους.
Αναρτήθηκε από Stergios Nastopoulos στις 3:57 π.μ.
ΠΗΓΗ: Λιγα απ ολα