Γράφει η Αγγελική Ζολώτα στο βιβλίο της «Ο δρόμος μου
περνούσε από τα Σχολεία»
Αγία Παρασκευή – Αθήνα (Σχολ. Έτος 1972-73)
Όπως σε κάθε κοινωνική ομάδα, έτσι και στους Συλλόγους των
καθηγητών έβλεπες πότε – πότε πρόσωπα τελείως ακατάλληλα για μια τόσο δύσκολη
και απαιτητική εργασία.
Υπηρετούσε τότε στο Γυμνάσιο μας ένας συνάδελφος σωματικά
λειψός και ψυχικά άρρωστος, που ήθελε να αναβιώσει τα αρχαία ελληνικά!
--Ελθέ δεύρο! Έλεγε στους μαθητές.
--Τι είπατε, κύριε καθηγητά;
--Κάτελθε ταχέως την κλίμακα και παύσαι ομιλών!
--Ορίστε;!
Και φυσικά οι μαθητές τον είχαν πάρει στο μεζέ, και δεν
έβρισκε ο δύστυχος τόπο να σταθεί. Και μέσα στα γραφεία περιφερόταν μόνος κι
αξιοδάκρυτος.
Οι γονείς διαμαρτύρονταν ένας –ένας και φοβισμένοι φυσικά
από τη δύναμη της εξουσίας:
--Τα παιδιά μας έχουν διαλυθεί! Γράμματα δεν μαθαίνουν,
κάνουν σαν τρελλά…
Και η Υπηρεσία;
Απλώς μετακινούσε τον Μ. από σχολείο σε σχολείο!
Και η «φιλοσοφία» ήταν:
--Είναι κρίμα να του κόψουμε το ψωμί…(!!)
--Πάρτε τον στο Γραφείο της Επιθεώρησης! Τόλμησε κάποιος να
προτείνει.
--Αστειεύεσαι; Θα μας καταστρέφει τα έγγραφα!
Για την καταστροφή των παιδιών δεν μίλησε κανείς.
Και στα επόμενα χρόνια επίσης είχαμε παρόμοιες – ατυχείς –
περιπτώσεις καθηγητών…
Αλήθεια δεν μπορεί η Πολιτεία να εξασφαλίσει οικονομικά,
χωρίς να εργάζονται, τους Εκπαιδευτικούς που έχουν άρρωστη προσωπικότητα; Όπως
αναλαμβάνει τις σωματικές αρρώστιες τους, πρέπει και μπορεί να αναλάβει και τα
άλλα – εγώ νομίζω: ιδίως αυτά!
...............................................................................
Δεκέμβρης του 1973 – Αγία Παρασκευή – Αθήνα (Σχολ. Έτος 1973-74)
… εν τω μεταξύ μάθαινα πως το περυσινό μου πρακτικό τμήμα
της Πέμπτης είχε προβλήματα με τον φιλόλογο: Τους ζητούσε επίμονα γραμματική –
συντακτικό με θεωρητικές ανούσιες λεπτομέρειες, δεν λάβαινε υπ’ όψιν πως το
τμήμα ήταν πρακτικό, δεν τους έγραφε τίποτε, τους ανέθετε πάρα πολλά. Οι
μαθητές φυσικά δεν ανταποκρίνονταν σε τέτοιες απαιτήσεις, που θύμιζαν διωγμό…
Πολλά παιδιά μάλιστα άφησαν το κανονικό φροντιστήριο και άρχισαν φροντιστήριο
για τ’ αρχαία ελληνικά!
Μόλις πήραν τους ελέγχους και είδαν ότι τα μισά έπεφταν απ’
τη βάση, δημιουργήθηκε μεγάλο ζήτημα, πήγαν πάλι γονείς και μαθητές στον
Γυμνασιάρχη:
--Ή μας φέρνετε την κυρία Ζ. ή φτάνουμε στον Υπουργό!
Μέσα σ’ εκείνον τον χαμό της πρωϊνής και απογευματινής
βάρδιας με τους τριάντα περίπου καθηγητές στην κάθε μια, ο Γυμνασιάρχης
παράδερνε κουρασμένος και προσπαθούσε, βοηθούμενος από πολλούς καλούς
καθηγητές, να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Με τα προβλήματα λοιπόν ενός τέτοιου σχολείου στο κεφάλι του
και τώρα πιεζόμενος και από το πρακτικό τμήμα της Έκτης με κάλεσε ένα μεσημέρι
κατά τις 10 Δεκεμβρίου και μου είπε:
--Βρίσκομαι στην ανάγκη να σας ζητήσω μια μεγάλη χάρη, και
σας παρακαλώ πολύ να μην έχετε αντίρρηση. Το και το συμβαίνει και η θέση μου
είναι πάρα πολύ δύσκολη.
--Λυπάμαι, κύριε Γυμνασιάρχα, μα δεν μπορώ. Πέρυσι μου
δώσατε το χειρότερο πρόγραμμα, ό,τι δεν ήθελαν οι άλλοι το φορτώθηκα εγώ,
κουράστηκα, αρρώστησα, και μου ζητάτε τώρα πάλι …
--Τα ξέρω όλ’ αυτά, έχετε δίκιο, μα σας παρακαλώ πολύ, δεν
μπορώ να πράξω διαφορετικά…
--Θα το σκεφτώ και αύριο θα σας πω.
Καθώς έβγαινα απ’ το Γραφείο του, με περίμεναν γονείς και
μαθητές…
Και εγώ δεν μπορώ ποτέ να πάω αντίθετα στα κουρασμένα μάτια
των μαθητών μου…
Οι μαθηματικοί άλλαξαν το πρόγραμμα, και πέντε – έξι μέρες
πριν τα Χριστούγεννα δόθηκε στα παιδιά.
Την άλλη μέρα ντύθηκαν οι μαθητές ωραία, αγόρασαν
τριαντάφυλλα και με περίμεναν – πρώτη ώρα – να πάω στην τάξη τους για μάθημα.
Αντί για μένα όμως μπήκε ο συνάδελφος!
Μόλις χτύπησε διάλειμμα, έτρεξαν αλλοπαρμένοι στη φίλη μου
την Τούλα. (εγώ δίδασκα τότε στον αντίθετο κύκλο)
--Που είναι η κυρία Ζ.; Γιατί δεν ήρθε; Ήρθε πάλι και μας
έκανε αρχαία ο κ. Β.!
--Το καινούριο πρόγραμμα θα εφαρμοστεί μετά τις γιορτές!
Τους είπε η Τούλα.
--Αχ, έτσι πέστε μας!...Κυρία κοντέψαμε να πεθάνουμε, μόλις
τον είδαμε να μπαίνει στην αίθουσα- τώρα μάλιστα που ξέρει πόσο δεν τον θέλουμε
– και πετάξαμε κάτω απ’ τα θρανία τα τριαντάφυλλα και τα ποδοπατήσαμε!
Στις 8 Γενάρη (1974) ήμουνα στο «βασανισμένο» τμήμα.
Στάθηκα μπροστά στα θρανία τους, είπα:
--Καλώς σας βρίσκω! Καλή χρονιά!
Αυτά σηκώθηκαν όρθια:
--Καλή χρονιά, κυρία Ζ.!
Τ’ αγόρια φορούσαν όλα κοστούμι και γραβάτα, και αμέσως
βγαίνει απ’ το θρανίο του ο Μαστρογιάννης, έρχεται κοντά μου και μου προσφέρει
μια υπέροχη ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
--Εκ μέρους του τμήματος: Ευχαριστούμε θερμά, που δεχτήκατε
να ‘ρθείτε…
--Για πείτε μου τώρα, τι σας συμβαίνει; Ρώτησα με χαμηλή
φωνή.
--είμαστε κάτω από τη βάση, τι θα γίνουμε;
--Αναλαμβάνω από τώρα να σας περάσω όλους, και αυτό – να
ξέρετε- θα γίνει με το σπαθί σας…Να σταματήσετε το φροντιστήριο και να ξεχάσετε
το άγχος. Όμως θα μαθαίνετε όσο μπορείτε καλύτερα τη μετάφραση και τη
γραμματική, που θα γράφουμε μαζί. Ναι;
Γέλασαν, ανέπνευσαν, χαλάρωσαν τις γραβάτες, και μετά
ανοίξαμε τα τετράδια και την ταλαιπωρημένη τραγωδία … την «Αντιγόνη» με τους
θρήνους της.
Κι έτσι το πρόγραμμα μου έγινε πάλι …μολύβι. Για να
διορθωθούν 50 εκθέσεις απαιτούνται δέκα ώρες τουλάχιστον. Όσο για τους μαθητές
μου, δεν είχαν καθόλου τώρα το ανέμελο και αδιάφορο ύφος της προηγούμενης
χρονιάς…Σαν να είχαν δοκιμάσει κάποια πολύ πικρή γεύση, και δεν μπορούσαν πια
να την ξεχάσουν…
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά:
--Ξέρεις είσαι στους πίνακες, θα πάρεις προαγωγή- ποιος
ξέρει που θα σε πετάξουν! Είπε ο άντρας μου ύστερα από επίσκεψη στο Υπουργείο
Παιδείας.
Ήμουν στην επαρχία δεκαπέντε χρόνια και έπρεπε τώρα λόγω
προαγωγής (βοηθός Γυμνασιάρχη) να χάσω την οργανική μου θέση και να μετατεθώ
(έτσι προέβλεπε ο …σοφός Νόμος!). Ακόμη και τώρα μου ΄ρχεται τρέλα, όταν το
σκέφτομαι. Διαλύονταν τότε και υπέφεραν πάρα πολλές οικογένειες.
Γι’ αυτό, το Γενάρη του ’74 υπέβαλα αίτηση για τη
Μετεκπαίδευση της επόμενης χρονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου