Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ο Άλμπερτ, ο Ισαάκ και ο Αριστοτέλης στην "κληματαριά" ένα απόγευμα.

Εκείνο λοιπόν το βράδυ στη συντακτική επιτροπή του «Φυσικού Κόσμου» φανταστήκαμε τους «τρεις» να κάθονται σ’ ένα μικρό καφενείο, γύρω από το ίδιο τραπεζάκι, να τα πίνουν και να κάνουν παρέα. Οι τρεις άνθρωποι είχαν ξεκινήσει από τρεις διαφορετικές εποχές και βρέθηκαν στο ίδιο «σημείο» του χωροχρόνου τη στιγμή δηλαδή τάδε, στο τάδε τραπεζάκι που εμείς φανταστήκαμε, άλλοτε να κουβεντιάζουν σε χαμηλούς τόνους κι άλλοτε να τσακώνονται χειρονομώντας ο καθένας με τον τρόπο του. Κάθε εποχή έχει τις χειρονομίες της. Μπορούσαν να επικοινωνήσουν με μια άγνωστη σε μας γλώσσα την οποία υποτίθεται ότι μίλαγαν και οι τρεις.
Στο τεύχος 106 του Φυσικού Κόσμου – Φθινόπωρο του 1986 - συνεργάστηκαν οι Ντίνος Ανδρέου, Ελένη Γκάμαρη, Νίκος Δαπόντες, Στέλιος Κερασίδης, Αντρέας Κασέτας, Λένα Λώλου, Γιώργος Μπουρίτσας, Αλέξης Σιδεράτος, Παναγιώτης Σκούντζος, Βαρβάρα Σχοινιωτάκη, Σούλα Χαραλαμπάκου.
Υπεύθυνοι για το νόμο: Διονύσης Μαρίνος - Γιώργος Μπουρίτσας - Αλέξης Σιδεράτος.

Το κείμενο μαρτυρά Αντρέα Κασσέτα
Η ζωγραφιά, έργο τέχνης, που κοσμεί το εξώφυλλο φιλοτεχνήθηκε από τον μηχανικό αρχιτέκτονα Ζ. Ιωσηφίδη.


Ο Άλμπερτ πήρε τον αναπτήρα από το τραπέζι και δοκίμασε να ανάψει την πίπα του. Όταν θέλησε να τον ξαναβάλει στη θέση του, ο αναπτήρας τούπεσε από το χέρι και προσγειώθηκε στο έδαφος. Ο Αριστοτέλης άρχισε να σχολιάζει το επεισόδιο λέγοντας ότι ο αναπτήρας βιάζεται να συναντήσει το έδαφος γιατί εκεί είναι η «φυσική» του θέση κάτι σαν το άλογο που καλπάζει γρήγορα, θέλοντας να επιστρέψει στο στάβλο του. Ο Άιζακ μπήκε στη μέση και μ’ ένα κάπως υπεροπτικό τόνο ισχυρίστηκε ότι η κίνηση του αναπτήρα προς τη Γη είναι συνέπεια μιας έλξης ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ ολόκληρο τον πλανήτη μας, μιας έλξης σαν αυτή που εξαναγκάζει το φεγγάρι να διατηρείται σε τροχιά γύρω από τη Γη. Είπε ακόμη ότι αυτή η δύναμη δρα ακαριαία ανάμεσα σε δυο οποιαδήποτε σώματα του σύμπαντος και ότι είναι μια έλξη παγκόσμια.

Ο Αριστοτέλης διαφώνησε έντονα λέγοντας ότι νόμοι που κυβερνούν τα επίγεια δεν μπορεί να είναι ίδιοι με τους νόμους που ισχύουν στους ουρανούς.
Ο Άιζακ τον διέκοψε φλεγματικά επιμένοντας ότι η βαρυτική έλξη υφίσταται σε όλο το σύμπαν και άρχισε να μιλάει και για μια εξίσωση που είχε στον παρονομαστή το τετράγωνο της απόστασης ανάμεσα στα δυο οποιαδήποτε σώματα.
Όταν πήρε το λόγο ο Άλμπερτ αμφισβήτησε τα λεγόμενα του Άϊζακ για το ακαριαίο της δράσης αυτής της δύναμης και μίλησε για κάποιες νέες εξισώσεις που θα μπορούσαν να εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε σύστημα αναφοράς.

Φανταστείτε τους «τρεις» να κάθονται σ’ ένα μικρό καφενείο, γύρω από το ίδιο τραπεζάκι, να τα πίνουν και να κάνουν παρέα. Οι τρεις άνθρωποι είχαν ξεκινήσει από τρεις διαφορετικές εποχές και βρέθηκαν στο ίδιο «σημείο» του χωροχρόνου τη στιγμής δηλαδή τάδε, στο τάδε τραπεζάκι που φανταστήκατε, άλλοτε να κουβεντιάζουν σε χαμηλούς τόνους κι άλλοτε να τσακώνονται χειρονομώντας ο καθένας με τον τρόπο του. Κάθε εποχή έχει τις χειρονομίες της. Μπορούσαν να επικοινωνήσουν με μια άγνωστη σε μας γλώσσα την οποία υποτίθεται ότι μίλαγαν και οι τρεις.

Ο πρώτος είχε έρθει με ένα καθαρό και ασιδέρωτο ρούχο ολόσωμο και μια γενειάδα καλοδιατηρημένη και πυκνή. Το  ταξίδι πούχε κάνει μέσα στο χρόνο ήταν πολύ μεγαλύτερο από των άλλων δυο. Ερχόταν από τον τέταρτο αιώνα πριν από το Χριστό. Ήταν ένας ιδιαίτερα πρωτότυπος Έλληνας στοχαστής μ’ ένα μεγάλο φάσμα ενδιαφερόντων όπως η Λογική, η Πολιτική, η Αστρονομία, η Βιολογία, η Φυσική. Το έργο του αποτέλεσε ένα είδος εγκυκλοπαίδειας του αρχαιοελληνικού στοχασμού. Μολονότι μέσα σ’ αυτό εμπεριέχονται οι εργασίες πολλών άλλων ερευνητών υπήρξε κατά το μεγαλύτερο μέρος του μια δημιουργία προσωπική. Για 1500 χρόνια η ευρωπαϊκή διανόηση τον αγνόησε. Από το δωδέκατο όμως αιώνα μέχρι το δέκατο έβδομο, η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του πάνω στην ανθρώπινη σκέψη έφτασε να αποτελέσει ένα γεγονός χωρίς ίσως προηγούμενο. Το όνομα του ήταν Αριστοτέλης.


Ο δεύτερος της παρέας ήταν ένας εξαιρετικά παράξενος άνθρωπος που ήρθε φρεσκοξυρισμένος, φορώντας μια καλοχτενισμένη περούκα εποχής. Υπεροπτικός και εσωστρεφής ήταν ταυτόχρονα και ένας εραστής της τελειότητας. Ερχόταν από την αγγλική κοινωνία του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Η κοινωνία του τον είχε αναγνωρίσει ως το μεγαλύτερο επιστήμονα εκείνης της εποχής, μιας εποχής κατά την οποία η Αριστοτελική αυθεντία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Το έργο του σημάδεψε την έναρξη μιας νέας εποχής. Η θεωρία του για τη βαρύτητα δημιούργησε ένα νέο κοσμοείδωλο με χαρακτήρα δυναμικό το οποίο αντιπαρατέθηκε στο στατικό χαρακτήρα του Κόσμου που ικανοποιούσε τις αμετακίνητες κοινωνίες του Μεσαίωνα. Το συνολικό του έργο μια επίδραση στην κατοπινή εξέλιξη της επιστήμης, η οποία μόνο με το προηγούμενο του Αριστοτελισμού θα μπορούσε να συγκριθεί. Επί δυο περίπου αιώνες η επιβολή της αυθεντίας του ήταν ολοκληρωτική και αναντίρρητη. Το όνομά του ήταν Άιζακ Νιούτον. Έχουμε όμως συνηθίσει να τον λέμε Ισαάκ Νεύτωνα.   

Ο τρίτος της παρέας ήταν ένας άνθρωπος του αιώνα μας. Είχε έρθει στο ραντεβού με γιλέκο και πουκάμισο. Έχοντας μεγαλώσει σε μια εποχή που η επιστήμη της Φυσικής πέρναγε μια κρίση χωρίς, ίσως, προηγούμενο, υπέβαλε μια δική του πρόταση για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης. Η πρότασή του λεγόταν Θεωρία της Σχετικότητας και τορπίλιζε το κύρος του έργου του Νεύτωνα. Ο άνθρωπος αυτός είχε μια βαθιά σκέψη η ουσία της οποίας βρισκόταν στην απλότητά του. Όσο για την ουσία της επιστήμης του, αυτή είχε ρίζες μέσα στην καλλιτεχνικότητα και σ’ εκείνη τη μοναδική αίσθηση ομορφιάς την οποία διέθετε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, κατάπληκτος, είδε να γίνεται ένας ζωντανός θρύλος και ένα είδος λαϊκού ήρωα που το κοινό και ο τύπος τον αντιμετώπιζε μάλλον ως αστέρα του κινηματογράφου παρά ως επιστήμονα. Ήταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.    

Όταν προσγειώθηκαν στο «χρονοδρόμιο» του «1986» φάνηκαν και οι τρεις να εντυπωσιάζονται με όσα έβλεπαν γύρω τους και ακόμα περισσότερο μ’ όλα αυτά που μπόρεσαν αργότερα να πληροφορηθούν. Ο βαθμός όμως της έκπληξης ήταν διαφορετικός. Ο Αριστοτέλης ένοιωθε να κινείται μέσα σ’ ένα όνειρο. Το ύφος του Νεύτωνα πρόδιδε μια ικανοποίηση και θύμιζε ύφος προφήτη σαν έμαθε ότι χιλιάδες τεχνητοί δορυφόροι βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη. Όσο για τον Άϊνστάιν αυτός έδειχνε ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τα λέϊζερ, τη βιοτεχνολογία και την πληροφορική.

Ο Αριστοτέλης για παράδειγμα, προερχόταν από μια κοινωνία που είχε συσσωρεύσει μεγάλες ποσότητες γνώσης από το δικό της παρελθόν. Ο ίδιος ως γνήσια φιλοσοφική διάνοια, επανατοποθέτησε τα προβλήματα, ξανάβαλε δηλαδή τα ερωτήματα από την αρχή και επιχείρησε τη δική του σύνθεση. Η σκέψη του όμως αντανακλούσε τη μορφή της κοινωνίας του.
Όταν ο Νεύτωνας έφερε τη συζήτηση στο νόμο της αδράνειας ο Αριστοτέλης αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι ένα σώμα θα μπορούσε να κινείται χωρίς «κινούν αίτιον»,
χωρίς να ασκείται πάνω του κάποια δύναμη. Η λογική του δεν του επέτρεπε να δεχτεί κάτι τέτοιο. Η εικόνα της εποχής του με τους καρόδρομους όπου τα κάρα απαιτούσαν τεράστιες δυνάμεις για να μετακινηθούν καθόριζε ένα σφιχτό πλαίσιο που δεν επέτρεπε να συμφωνήσει σ’ ένα τέτοιο ισχυρισμό.

Συζητούσαν ώρες ατέλειωτες. Για το πρόβλημα της κίνησης, για τη βαρύτητα για τη δομή και την προέλευση του σύμπαντος, για την εξέλιξη της επιστήμης ακόμα για αυτά που θα μπορούσαν στο μέλλον να συμβούν. Η συζήτηση τράβαγε σε μάκρος. Ήτανε κιόλας περασμένα μεσάνυχτα, όταν ο καφετζής δήλωσε ότι πρέπει να κλείσει το μαγαζί. Ο Αριστοτέλης έκανε τότε την πρόταση να κεράσει τα ποτά, μια και η συνάντηση έγινε στην πατρίδα του. Ο Νεύτωνας δεν έφερε αντίδραση κι ο Αϊνστάιν το ίδιο. Τα ρέστα ήταν δεκαπέντε δραχμές. Παρατηρητικός όπως ήταν πάντοτε, ο Αριστοτέλης πρόσεξε 
ότι στο μεγαλύτερο από τα δυο νομίσματα 
ήταν χαραγμένη η μορφή ενός ανθρώπου με 
τον οποίο είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα. Ήταν το κεφάλι του Δημόκριτου χαραγμένο πάνω στο δεκάρικο. 


Κοιτάζοντας ύστερα το μικρότερο νόμισμα χαμογέλασε.