Δόθηκε στη δημοσιότητα μια μεγάλη ερευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου με Επιστημονικό υπεύθυνο τον Αντιπρόεδρό του Παναγιώτη Αναστασιάδη, Αν. Καθηγητή Παιδαγωγικού Τμήματος Δ.Ε., Πανεπιστήμιο Κρήτης, με τίτλο: Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης (2010-2013): Μελέτη διερεύνησης επιμορφωτικών αναγκών
Αφορά μεγάλο δείγμα 27.785 Εκπαιδευτικών, 3.435 Διευθυντών Σχολικών μονάδων, 274 Στελεχών της Εκπαίδευσης,554 Σχολικών συμβούλων και 22 Προϊσταμένων Επιστημονικής καθοδήγησης, απ΄ όλη την χώρα. Η μελέτη των πορισμάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, καθώς τα ευρήματα είναι ενδιαφέροντα, κάποια φορά μη αναμενόμενα, και απαντούν σε πολλά ερωτήματα, που έχουν θέσει από καιρό οι εκπαιδευτικοί. Ήταν πάγιο αίτημα του κλάδου των Εκπαιδευτικών η ουσιαστική επιμόρφωση, καθώς διαπιστώνονταν η έλλειψη της. Και εφόσον το ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που θα αποφέρει καλύτερη μόρφωση στα παιδιά μας, η επιμόρφωση είναι "εκ των ουκ άνευ". Η έρευνα, από την άλλη μεριά δείχνει οτι δεν είναι όλα μαύρα κι άραχνα στους Εκπαιδευτικούς μας. Και προσοντούχους Εκπαιδευτικούς έχουμε, και -έστω και λειψά- επιμορφωμένους, αλλά και Εκπαιδευτικούς με αυξημένα προσόντα. Για να μη λέω περισσότερα, διαβάστε τα πορίσματα από την έρευνα ειδικά στους Εκπαιδευτικούς παρακάτω. Αν όμως θέλετε αναλυτική μελέτη, που θα το συνιστούσα προσωπικά, δείτε εδώ.
"Το 16,05% των εκπαιδευτικών από όλη την Ελλάδα συμμετέχει στην έρευνα. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται ανά Νομό. Η έρευνα αποτύπωσε μια υπεροχή συμμετοχής της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (>10%) έναντι της Πρωτοβάθμιας.
Παράλληλα, η συμμετοχή των εκπαιδευτικών ανά ειδικότητα χαρακτηρίζεται πολύ ικανοποιητική, αφού είκοσι δύο από τις είκοσι πέντε ομάδες ειδικοτήτων (22/25) συμμετέχουν στην έρευνα με ποσοστά πάνω από 10%, γεγονός που μας επιτρέπει αναγωγή των συμπερασμάτων στον γενικό πληθυσμό.
Στην έρευνα αποτυπώνεται υπεροχή των γυναικών. Οι εκπαιδευτικοί που έλαβαν μέρος στην έρευνα είναι ηλικίας, κυρίως, «31-50 ετών» και υπηρετούν πάνω από μία δεκαετία.
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών είναι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ (66,2%), ενώ ένα ποσοστό πάνω από 5% έχει πραγματοποιήσει και «Άλλες σπουδές».
Οι εκπαιδευτικοί των «Ιονίων νήσων» έχουν μειωμένα ποσοστά παιδαγωγικών σπουδών και αυξημένα ποσοστά στην κατοχή πτυχίου ΑΕΙ (78.8%).
Παράλληλα, αποτυπώνεται αυξημένο ποσοστό της μεταβλητής «ΑΤΕΙ» στους εκπαιδευτικούς της «Δευτεροβάθμιας Τεχνικής-Επαγγελματικής» εκπαίδευσης.
Η σύγκριση των βαθμίδων εκπαίδευσης με το είδος των πανεπιστημιακών σπουδών εμφανίζει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να έχει τα υψηλότερα ποσοστά τόσο στην κατοχή «Διπλώματος ειδίκευσης-Master» όσο και «Διδακτορικού Διπλώματος».
Ικανοποιητικό ποσοστό (30,07%) αποτυπώνεται στο σύνολο των εκπαιδευτικών με πιστοποιημένη ξένη γλώσσα.
Όσον αφορά το επίπεδο που κατατάσσουν τον εαυτό τους με βάση τις γνώσεις που έχουν στη χρήση των Νέων Τεχνολογιών, οι εκπαιδευτικοί εμφανίζονται μοιρασμένοι ανάμεσα στις μεταβλητές «Καλό» 25%, «Πολύ καλό» 20% και «Άριστο» 7% και στις μεταβλητές «Μέτριο» 27%, «Αρχαρίου» 16% και «Δε γνωρίζω καθόλου» 4%.
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών (82%) απάντησε ότι έχει παρακολουθήσει στο παρελθόν πρόγραμμα επιμόρφωσης, το οποίο αξιολογούν θετικά λιγότεροι από τους μισούς (με μικρές διαφοροποιήσεις στις επιμέρους αναλύσεις ανά Περιφέρεια, Βαθμίδα και Ειδικότητα). Ως προς το «Περιεχόμενο» «πολύ» και «πάρα πολύ» ικανοποιημένοι δήλωσε το 11,65 % και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 35,29%. Ως προς τη «Μεθολογία» «πολύ» και «πάρα πολύ»
ικανοποιημένοι δήλωσε το 11,27 % και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 36,37%.
Ως προς την «Οργάνωση» «πολύ» και «πάρα πολύ» ικανοποιημένοι δήλωσε το 15,29% και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 35,16%.
Εκτός από τις τρεις βασικές παραμέτρους (Περιεχόμενο, Μεθοδολογία και Οργάνωση), 763 εκπαιδευτικοί (2,74% επί του συνόλου του δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες μεταβλητές που θεωρούν σημαντικές στο πρόγραμμα επιμόρφωσης που παρακολούθησαν στο παρελθόν και τις οποίες αξιολόγησαν (βλ. πίνακα 33). Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των εκπαιδευτικών του δείγματος, το 28% (όσων σημείωσαν τη δική τους άποψη-παράμετρο) δηλώνει τη μεταβλητή «Επιμορφωτές», για την καταλληλότητα των οποίων η πλειοψηφία του δεν εκφράζει την ικανοποίησή της (75,3% δηλώνει «Καθόλου» ή «Λίγο» ικανοποιημένο). Άλλες σημαντικές παράμετροι αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς η «Χρονική διάρκεια – ωράριο» του
προγράμματος (16%)και η «Σύνδεση της θεωρίας με τη διδακτική πράξη» (15%), όπου και
στις δύο περιπτώσεις δηλώνουν, κατά πλειοψηφία, τη μη ικανοποίησή τους.
Αναφορικά με την άποψη των εκπαιδευτικών για την αποδοτικότερη μορφή επιμόρφωσης, το 44% προτείνει κυρίως το «Μεικτό σύστημα (ταχύρρυθμα σεμινάρια και εξ αποστάσεως επιμόρφωση με συμβατικά μέσα και προαιρετική χρήση νέων τεχνολογιών)» και με μικρότερα ποσοστά τα «Ταχύρρυθμα σεμινάρια» με 24% και τις «Ημερίδες επιμόρφωσης» με 14%. Εκτός από τις βασικές μορφές επιμόρφωσης, 1438 εκπαιδευτικοί (5,17% επί του συνόλου του
δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες μεταβλητές (βλ. γράφημα 20), εκ των οποίων
οι 1422 δήλωσαν συγκεκριμένη μορφή ενώ 16 εκπαιδευτικοί δε διευκρίνισαν με
ακρίβεια την προτίμησή τους. Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των
εκπαιδευτικών του δείγματος, το 21,66% (όσων σημείωσαν τη δική τους άποψη- μορφή αποδοτικής επιμόρφωσης) δηλώνουν τη μεταβλητή «Μακράς διάρκειας (ετήσια ή/και διετής)», το 18,63% τη «Σύνδεση θεωρίας-πράξης» με εφαρμογή δειγματικών διδασκαλιών και βιωματικών εργαστηρίων και το 10,40% τη διεξαγωγή του προγράμματος «Εντός του σχολικού ωραρίου» με απαλλαγή από τη διδασκαλία και εξασφάλιση εκπαιδευτικής άδειας.
Η αξιολόγηση, ως προς τη σημαντικότητά τους, των θεματικών ενοτήτων που πρέπει να αναπτυχθούν κατά την εφαρμογή ενός επιμορφωτικού προγράμματος αποτυπώνει στις πέντε πρώτες θέσεις με τις μεταβλητές «πολύ», «πάρα πολύ», δύο στη σχολική καθημερινότητα («Διαχείριση προβλημάτων σχολικής τάξης» 80,78% και «Ανάπτυξη δημιουργικών σχέσεων με μαθητές και γονείς» 60,51%) και τρεις που αναφέρονται στη διδασκαλία («Σύγχρονες
διδακτικές προσεγγίσεις» με 76,37%, «Αξιοποίηση Νέων Τεχνολογιών» 74,84%, «Διδακτική μεθοδολογία κατά γνωστικό αντικείμενο» 70,66%).
Στις δύο τελευταίες θέσεις βρίσκονται οι θεματικές ενότητες «Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης» 45,46% και «Αυτοαξιολόγηση Σχολικής Μονάδας» με 31,84%. Σε αυτό το σημείο απαιτείται περαιτέρω ανάλυση και συσχέτιση των απαντήσεων με την ηλικία και τα χρόνια προϋπηρεσίας.
Στις επιμέρους στατιστικές αναλύσεις, αποτυπωμένες σε γραφήματα, για κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση, βαθμίδα εκπαίδευσης ή/και ειδικότητα των εκπαιδευτικών που πήραν μέρος στην έρευνα, παρατηρούμε μια παρόμοια (εκτός ορισμένων διαφοροποιήσεων) αποτύπωση της διαβάθμισης σημαντικότητας των θεματικών ενοτήτων, με την ανάλυση επί του συνόλου του δείγματος.
Τέλος, εκτός από τις βασικές θεματικές ενότητες, 711 εκπαιδευτικοί (2,56% επί του συνόλου του δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες ή και ίδιες με τις προβλεπόμενες, προτυπωμένες στο ερωτηματολόγιο, ενότητες.
Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των εκπαιδευτικών του δείγματος, το 26% (όσων κατέθεσαν τη δική τους άποψη) σημειώνουν μεταβλητές που δεν είναι σχετικές με το ερώτημα. Από τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς (τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) η πλειοψηφία δηλώνει, κυρίως, ότι επιθυμεί να επιμορφωθεί σε θέματα της επιστήμης της Ψυχολογίας, που σχετίζονται με τις θεματικές ενότητες «Διαχείριση
προβλημάτων σχολικής τάξης» και «Ανάπτυξη δημιουργικών σχέσεων με μαθητές και
γονείς» .
Η ανάλυση των δεδομένων, ως προς την αξιολόγηση από τους εκπαιδευτικούς της σημαντικότητας των κινήτρων, προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης, αποτύπωσε την «Πιστοποίηση της επιμόρφωσης» 78%, τη «Διεξαγωγή κατά τις πρωινές ώρες με εξασφάλιση εκπαιδευτικής άδειας (εντός σχολικού ωραρίου)» 70%, και τη «Σύνδεση της
θεωρίας με τη διδακτική πράξη στην τάξη» 95%, στις πρώτες θέσεις των επιλογών τους. Ακολουθούν η «Διεξαγωγή πριν την έναρξη (Σεπτέμβριος) και μετά τη λήξη (Ιούνιος) του σχολικού έτους» και η «Διεξαγωγή κατά τις απογευματινές ώρες ή/και Σάββατο-Κυριακή (εκτός σχολικού ωραρίου)».
Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των ίδιων των εκπαιδευτικών (ανοιχτές ερωτήσεις) του δείγματος, αποτυπώνονται τέσσερα επιπλέον κίνητρα που θεωρούν οι ίδιοι πιο σημαντικά για τη συμμετοχή τους : 1) η καταλληλότητα των επιμορφωτών, 2) η σύνδεση θεωρίας-πράξης, 3) η καλή οργάνωση-συντονισμός του προγράμματος, και 4) οι θεματικές ενότητες που θα αναπτυχθούν.
Στην τελική επεξεργασία των δεδομένων θα γίνει προσπάθεια εντοπισμού στατιστικής σημαντικότητας επιμέρους ομοιοτήτων – διαφοροποιήσεων.
Παράλληλα, η επεξεργασία θα λάβει υπόψη τις πρόσθετες συσχετίσεις (π.χ. ηλικιακή διάρθρωση, έτη υπηρεσίας, επίπεδο γνώσεων στις Νέες Τεχνολογίες κτλ.)"
Παράλληλα, η συμμετοχή των εκπαιδευτικών ανά ειδικότητα χαρακτηρίζεται πολύ ικανοποιητική, αφού είκοσι δύο από τις είκοσι πέντε ομάδες ειδικοτήτων (22/25) συμμετέχουν στην έρευνα με ποσοστά πάνω από 10%, γεγονός που μας επιτρέπει αναγωγή των συμπερασμάτων στον γενικό πληθυσμό.
Στην έρευνα αποτυπώνεται υπεροχή των γυναικών. Οι εκπαιδευτικοί που έλαβαν μέρος στην έρευνα είναι ηλικίας, κυρίως, «31-50 ετών» και υπηρετούν πάνω από μία δεκαετία.
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών είναι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ (66,2%), ενώ ένα ποσοστό πάνω από 5% έχει πραγματοποιήσει και «Άλλες σπουδές».
Οι εκπαιδευτικοί των «Ιονίων νήσων» έχουν μειωμένα ποσοστά παιδαγωγικών σπουδών και αυξημένα ποσοστά στην κατοχή πτυχίου ΑΕΙ (78.8%).
Παράλληλα, αποτυπώνεται αυξημένο ποσοστό της μεταβλητής «ΑΤΕΙ» στους εκπαιδευτικούς της «Δευτεροβάθμιας Τεχνικής-Επαγγελματικής» εκπαίδευσης.
Η σύγκριση των βαθμίδων εκπαίδευσης με το είδος των πανεπιστημιακών σπουδών εμφανίζει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να έχει τα υψηλότερα ποσοστά τόσο στην κατοχή «Διπλώματος ειδίκευσης-Master» όσο και «Διδακτορικού Διπλώματος».
Ικανοποιητικό ποσοστό (30,07%) αποτυπώνεται στο σύνολο των εκπαιδευτικών με πιστοποιημένη ξένη γλώσσα.
Όσον αφορά το επίπεδο που κατατάσσουν τον εαυτό τους με βάση τις γνώσεις που έχουν στη χρήση των Νέων Τεχνολογιών, οι εκπαιδευτικοί εμφανίζονται μοιρασμένοι ανάμεσα στις μεταβλητές «Καλό» 25%, «Πολύ καλό» 20% και «Άριστο» 7% και στις μεταβλητές «Μέτριο» 27%, «Αρχαρίου» 16% και «Δε γνωρίζω καθόλου» 4%.
Η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών (82%) απάντησε ότι έχει παρακολουθήσει στο παρελθόν πρόγραμμα επιμόρφωσης, το οποίο αξιολογούν θετικά λιγότεροι από τους μισούς (με μικρές διαφοροποιήσεις στις επιμέρους αναλύσεις ανά Περιφέρεια, Βαθμίδα και Ειδικότητα). Ως προς το «Περιεχόμενο» «πολύ» και «πάρα πολύ» ικανοποιημένοι δήλωσε το 11,65 % και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 35,29%. Ως προς τη «Μεθολογία» «πολύ» και «πάρα πολύ»
ικανοποιημένοι δήλωσε το 11,27 % και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 36,37%.
Ως προς την «Οργάνωση» «πολύ» και «πάρα πολύ» ικανοποιημένοι δήλωσε το 15,29% και «αρκετά» ικανοποιημένοι το 35,16%.
Εκτός από τις τρεις βασικές παραμέτρους (Περιεχόμενο, Μεθοδολογία και Οργάνωση), 763 εκπαιδευτικοί (2,74% επί του συνόλου του δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες μεταβλητές που θεωρούν σημαντικές στο πρόγραμμα επιμόρφωσης που παρακολούθησαν στο παρελθόν και τις οποίες αξιολόγησαν (βλ. πίνακα 33). Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των εκπαιδευτικών του δείγματος, το 28% (όσων σημείωσαν τη δική τους άποψη-παράμετρο) δηλώνει τη μεταβλητή «Επιμορφωτές», για την καταλληλότητα των οποίων η πλειοψηφία του δεν εκφράζει την ικανοποίησή της (75,3% δηλώνει «Καθόλου» ή «Λίγο» ικανοποιημένο). Άλλες σημαντικές παράμετροι αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς η «Χρονική διάρκεια – ωράριο» του
προγράμματος (16%)και η «Σύνδεση της θεωρίας με τη διδακτική πράξη» (15%), όπου και
στις δύο περιπτώσεις δηλώνουν, κατά πλειοψηφία, τη μη ικανοποίησή τους.
Αναφορικά με την άποψη των εκπαιδευτικών για την αποδοτικότερη μορφή επιμόρφωσης, το 44% προτείνει κυρίως το «Μεικτό σύστημα (ταχύρρυθμα σεμινάρια και εξ αποστάσεως επιμόρφωση με συμβατικά μέσα και προαιρετική χρήση νέων τεχνολογιών)» και με μικρότερα ποσοστά τα «Ταχύρρυθμα σεμινάρια» με 24% και τις «Ημερίδες επιμόρφωσης» με 14%. Εκτός από τις βασικές μορφές επιμόρφωσης, 1438 εκπαιδευτικοί (5,17% επί του συνόλου του
δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες μεταβλητές (βλ. γράφημα 20), εκ των οποίων
οι 1422 δήλωσαν συγκεκριμένη μορφή ενώ 16 εκπαιδευτικοί δε διευκρίνισαν με
ακρίβεια την προτίμησή τους. Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των
εκπαιδευτικών του δείγματος, το 21,66% (όσων σημείωσαν τη δική τους άποψη- μορφή αποδοτικής επιμόρφωσης) δηλώνουν τη μεταβλητή «Μακράς διάρκειας (ετήσια ή/και διετής)», το 18,63% τη «Σύνδεση θεωρίας-πράξης» με εφαρμογή δειγματικών διδασκαλιών και βιωματικών εργαστηρίων και το 10,40% τη διεξαγωγή του προγράμματος «Εντός του σχολικού ωραρίου» με απαλλαγή από τη διδασκαλία και εξασφάλιση εκπαιδευτικής άδειας.
Η αξιολόγηση, ως προς τη σημαντικότητά τους, των θεματικών ενοτήτων που πρέπει να αναπτυχθούν κατά την εφαρμογή ενός επιμορφωτικού προγράμματος αποτυπώνει στις πέντε πρώτες θέσεις με τις μεταβλητές «πολύ», «πάρα πολύ», δύο στη σχολική καθημερινότητα («Διαχείριση προβλημάτων σχολικής τάξης» 80,78% και «Ανάπτυξη δημιουργικών σχέσεων με μαθητές και γονείς» 60,51%) και τρεις που αναφέρονται στη διδασκαλία («Σύγχρονες
διδακτικές προσεγγίσεις» με 76,37%, «Αξιοποίηση Νέων Τεχνολογιών» 74,84%, «Διδακτική μεθοδολογία κατά γνωστικό αντικείμενο» 70,66%).
Στις δύο τελευταίες θέσεις βρίσκονται οι θεματικές ενότητες «Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης» 45,46% και «Αυτοαξιολόγηση Σχολικής Μονάδας» με 31,84%. Σε αυτό το σημείο απαιτείται περαιτέρω ανάλυση και συσχέτιση των απαντήσεων με την ηλικία και τα χρόνια προϋπηρεσίας.
Στις επιμέρους στατιστικές αναλύσεις, αποτυπωμένες σε γραφήματα, για κάθε Περιφερειακή Διεύθυνση, βαθμίδα εκπαίδευσης ή/και ειδικότητα των εκπαιδευτικών που πήραν μέρος στην έρευνα, παρατηρούμε μια παρόμοια (εκτός ορισμένων διαφοροποιήσεων) αποτύπωση της διαβάθμισης σημαντικότητας των θεματικών ενοτήτων, με την ανάλυση επί του συνόλου του δείγματος.
Τέλος, εκτός από τις βασικές θεματικές ενότητες, 711 εκπαιδευτικοί (2,56% επί του συνόλου του δείγματος) δήλωσαν και διάφορες άλλες ή και ίδιες με τις προβλεπόμενες, προτυπωμένες στο ερωτηματολόγιο, ενότητες.
Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των εκπαιδευτικών του δείγματος, το 26% (όσων κατέθεσαν τη δική τους άποψη) σημειώνουν μεταβλητές που δεν είναι σχετικές με το ερώτημα. Από τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς (τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) η πλειοψηφία δηλώνει, κυρίως, ότι επιθυμεί να επιμορφωθεί σε θέματα της επιστήμης της Ψυχολογίας, που σχετίζονται με τις θεματικές ενότητες «Διαχείριση
προβλημάτων σχολικής τάξης» και «Ανάπτυξη δημιουργικών σχέσεων με μαθητές και
γονείς» .
Η ανάλυση των δεδομένων, ως προς την αξιολόγηση από τους εκπαιδευτικούς της σημαντικότητας των κινήτρων, προκειμένου να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης, αποτύπωσε την «Πιστοποίηση της επιμόρφωσης» 78%, τη «Διεξαγωγή κατά τις πρωινές ώρες με εξασφάλιση εκπαιδευτικής άδειας (εντός σχολικού ωραρίου)» 70%, και τη «Σύνδεση της
θεωρίας με τη διδακτική πράξη στην τάξη» 95%, στις πρώτες θέσεις των επιλογών τους. Ακολουθούν η «Διεξαγωγή πριν την έναρξη (Σεπτέμβριος) και μετά τη λήξη (Ιούνιος) του σχολικού έτους» και η «Διεξαγωγή κατά τις απογευματινές ώρες ή/και Σάββατο-Κυριακή (εκτός σχολικού ωραρίου)».
Βάσει της ανάλυσης περιεχομένου των απαντήσεων των ίδιων των εκπαιδευτικών (ανοιχτές ερωτήσεις) του δείγματος, αποτυπώνονται τέσσερα επιπλέον κίνητρα που θεωρούν οι ίδιοι πιο σημαντικά για τη συμμετοχή τους : 1) η καταλληλότητα των επιμορφωτών, 2) η σύνδεση θεωρίας-πράξης, 3) η καλή οργάνωση-συντονισμός του προγράμματος, και 4) οι θεματικές ενότητες που θα αναπτυχθούν.
Στην τελική επεξεργασία των δεδομένων θα γίνει προσπάθεια εντοπισμού στατιστικής σημαντικότητας επιμέρους ομοιοτήτων – διαφοροποιήσεων.
Παράλληλα, η επεξεργασία θα λάβει υπόψη τις πρόσθετες συσχετίσεις (π.χ. ηλικιακή διάρθρωση, έτη υπηρεσίας, επίπεδο γνώσεων στις Νέες Τεχνολογίες κτλ.)"
Υ.Γ. Πάντως κάποια ποσοστά θέλουν ιδιαίτερη προσοχή. Οι παρατηρήσεις δικές σας. Ερώτημα, προσωπικό: Αν η κατάσταση είναι τέτοια, γιατί "πατώνει" σε τόσα το Εκπαιδευτικό μας σύστημα;