Στις 16 Σεπτεμβρίου του 60 πήρα το απογευματινό λεωφορείο από τα Γιάννενα και ανέβηκα στο Τσεπέλοβο (ανήκει στα Ζαγοροχώρια, έχει υψόμετρο 1200 μέτρα , γύρω στα 70 χιλιόμετρα από τα Γιάννενα)
Εκείνο το πρωί είχα ταξιδέψει με το αεροπλάνο απ΄ την Αθήνα και το βράδυ βρισκόμουν σ΄ εκείνο το χωριουδάκι. Καθώς προχωρούσε το λεωφορείο και ανέβαινε, όλο και ανέβαινε, και η μέρα τελείωνε και ο ήλιος έπεφτε, ένοιωθα σαν να πήγαινα στην εξορία.
Όταν το λεωφορείο πήρε και την τελευταία στροφή, αντίκρισα ψηλά στη ρίζα των βουνών μια γκρίζα φωλιά με σπίτια σκεπασμένα με πλάκες.
«Ωχ! Είπα μέσα μου. Αυτό πρέπει να’ ναι..»
….. Σε μια κάμαρα στο ισόγειο έμενε ο νοικοκύρης, εγώ θα έμεινα σ’ ένα δωμάτιο επάνω, και στα δωμάτια δίπλα μου θα έρχονταν πέντε – έξι μαθήτριες από τη Λάϊστα.
…. Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Σχολείο – περπάτησα δύο λεπτά ακριβώς. Ήταν και οι τρεις καθηγητές εκεί…. Μεσημέριασε λυσσάξαμε απ’ την πείνα. Ο Αντρέας και ο μαθηματικός, ο Σπύρος Κ. περυσινοί και έμπειροι, μας οδήγησαν στη μικρή πλακόστρωτη πλατεία με τον πλάτανο και τη βρύση στη ρίζα του- στο μαγαζάκι του κυρ- Κώστα, που είχε λίγα απ’ όλα και τέσσερα – πέντε τραπεζάκια στην άκρη, και η γυναίκα του γέμιζε καμιά κατσαρόλα ή κανένα ταψί με φαγητό για όλους που ήταν μόνοι και χωρίς νοικοκυριό. Εκεί τρώγανε μεσημέρι – βράδυ όλο το χρόνο ο Σπύρος Μ. ο Σπύρος Κ κι εγώ, ο Αστυνόμος και κανένας περαστικός αν τύχαινε
…Ήρθε η μέρα για τον αγιασμό και τα μαθήματα, συγκεντρώθηκαν τα παιδιά, 120 περίπου, (Σημείωση: Σήμερα το Σχολείο έχει δεν έχει 30 μαθητές και 15 περίπου καθηγητές). Τα παιδιά στην αυλή μας κοίταζαν με δέος, αλλά το δέος το δικό μας, καθώς στεκόμασταν στη σκάλα, ήταν μεγαλύτερο!
-Τώρα τι να τους πούμε; Πώς να τους τα πούμε λέγαμε μεταξύ μας. Και αρχίσαμε τα μαθήματα. ….Ήταν λοιπόν το πρόγραμμα των Ελληνικών ξερό, χωρίς πνοή και πνεύμα, χωρίς ενδιαφέρον, και τα λεγόμενα δευτερεύοντα μαθήματα όλα γραμμένα στην καθαρεύουσα. Π.χ. « Το χωρίον περιβάλλεται υπ’ ορέων δυσαναβάτων, από τας κλιτύς των οποίων κατέρχονται ρύακες με αφρίζοντα ύδατα» ή στη Φυσική: Κλείομεν τον σωλήνα δια συντήξεως της υάλου..»
Κάθε μεσημέρι στο Σχολείο «διεκτραγωδούσαμε» μόνιμα την πείνα μας!
- Αχ τι πείνα ειν’ αυτή! Κοντεύουμε να λυσσάξουμε! (Ήμασταν νέοι και ο αέρας καθαρός)
- Ποιος ξέρει τι μαγείρεψε σήμερα η γυναίκα του κυρ-Κώστα;
- Πάμε τώρα έλεγε ο Σπύρος Μ.
- Μια στιγμή να μαζέψω τα χαρτιά! ο Αντρέας.
- Να κλειδώσω τις πόρτες ο εφημερεύων.
- Λάκη τελείωσες με το συσσίτιο;
- Και φεύγαμε. Σε τέσσερα λεπτά ήμαστε στην πλατεία.
Κυρ Κώστα τι έχουμε σήμερα;
Έχω φασόλια στο ταψί…πατάτες με κρεμμύδια…κονσέρβα στο τηγάνι… ο Μήτρος έσφαξε ένα πρόβατο, σας μαγείρεψα κρέας… (Δεν υπήρχε ΔΕΗ, δεν υπήρχαν ψυγεία)
Οι συνάδελφοί μου στο Τσεπέλοβο είχαν, ανάμεσα στ΄ άλλα, πρόβλημα και με το κούρεμα. Πριν την 28η Οκτωβρίου αναγκάστηκαν να κατεβούν στα Γιάννενα, για να περιορίσουν τα τσουλούφια. Το Δεκέμβρη όμως; Τα μαλλιά τους είχαν μεγαλώσει πάλι, πετούσαν από δω πετούσαν από κει, τα ακούρευτα κεφάλια δεν ήταν της μόδας – τα παιδιά των λουλουδιών θα έρχονταν το 67- και με τόσο χιόνι στο δρόμο, το ταξίδι στα Γιάννενα ήταν πολύ δύσκολο.
Κυρ Κώστα, τι να κάνουμε;
Να το πούμε στο Μήτρο! Λέει κι εκείνος ο έξυπνος.
Και τους περίλαβε ο Μήτρος με το ψαλίδι και την τέχνη που κούρευε τα πρόβατα, και την άλλη μέρα γέλαγε το σχολείο ολόκληρο …..ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ